Ζούμε σε έναν κόσμο απολύτως ιστορικό και εφήμερο. Και αυτό σημαίνει ότι ο κόσμος μαζί με τα όντα και τον χρόνο ενώ δεν υπήρχε αναπάντεχα άρχισε να υπάρχει. Πέρασε από το μη είναι στο είναι. Ο κόσμος σήμερα αριθμεί δεκαπέντε περίπου δισεκατομμύρια χρόνια. Αυτό είναι μια συγκλονιστική εμπειρία για τον ευαίσθητο άνθρωπο. Όλα τα άλλα είναι μετά από αυτό.
Νιώθω μεγάλη τιμή μου να είμαι σήμερα εδώ, μαζί σας, λίγο πιο πέρα από το χωριό μου, όπου μικρό παιδί θυμάμαι τα πρώτα μου χρόνια, και έτσι νιώθω και ιδιαίτερη συγκίνηση. Μάλιστα δε, θα ‘θελα αυτή τη σημερινή διάλεξη να την αφιερώσω με τη ευχή των Επισκόπων, στους γονείς μου που κοιμούνται λίγο πιο κάτω από τον Πύργο και σας ζητώ να τους μνημονεύετε.
Όλο αυτό το ζήτημα περί επιστήμης και θεολογίας για το οποίο ακούσαμε και χθες τόσο θαυμαστές εισηγήσεις, ήταν πρόκληση να σκεφτούμε κάποια επιπλέον πράγματα, που μας επαναφέρουν στο δικό μας τόπο και τον δικό μας τρόπο. Στον τόπο και τον τρόπο δηλαδή, που ο άνθρωπος παλεύει για τα μέγιστα. Αυτό νομίζω είναι χαρακτηριστικό αυτού του τόπου που γέννησε και γεννά αυτόν τον πολιτισμό, από πολύ παλιά από τον Όμηρο μέχρι και σήμερα. Θυμάμαι μια σκηνή, όταν ο Καραϊσκάκης με το άλογό του κατέβηκε από ένα καΐκι ερχόμενος στο Μεσολόγγι όπου τον συνάντησε ο Άγγλος γιατρός του και όλος έκπληξη, του είπε: « Στρατηγέ καλά, ακόμη ζεις; Διότι σου είπα ότι πρέπει να ξαπλώνεις και να τρως καλά και να μην κουράζεσαι». Και με υψηλό πυρετό ο Καραϊσκάκης βεβαίως, του είπε ότι: «Εμάς η δουλειά μας είναι αυτή». Δηλαδή, με πυρετό ή χωρίς, να αγωνιζόμαστε έως θανάτου γι’ αυτόν τον τόπο και αυτόν τον λαό.
Αυτός λοιπόν ο τόπος είναι ένας διαρκής αγώνας, και λέγαμε πριν με το Σεβασμιώτατο Ναυπάκτου ότι, για όσους γνωρίζουν, η Ρωμιοσύνη είναι ένα πάθος. Αλλά ένα πάθος το οποίο πολλές φορές παρεξηγείται, γιατί έχουμε μάθει να φτηναίνουμε λίγο, να αδειάζουμε τις λέξεις και να τις μετατρέπουμε σε εύκολες έννοιες, θετικές ή αρνητικές. Ενώ οι λέξεις έχουν ένα φορτίο μέσα τους και χρειάζεται πολύ δουλειά για να το φτάσει κανείς. Και το πάθος αυτού του τόπου είναι κάτι ξεχωριστό και ακουμπάει και την επιστήμη και την φιλοσοφία και την θεολογία και την τέχνη και τη ζωή και την παιδεία και είναι κάτι που δίνει σε όλα μια άλλη νοστιμιά.
Γι’ αυτό λοιπόν νομίζω ότι το να συζητάει κανείς γι’ αυτά τα πράγματα, είναι μια υπόθεση για εμάς προσωπική, με την έννοια ότι από πολύ παλιά ο λαός μας στόχευσε σε αυτήν την περιοχή της αλήθειας, η οποία ξεφεύγει οποιασδήποτε ανάγκης χρησιμοποίησης ή εκμετάλλευσης του κόσμου. Αυτό είναι ένα χάρισμα που δόθηκε σε αυτόν το λαό. Διότι δεν πιστεύω σε φυλετισμούς και γνωρίζω ότι ως Έλληνες έχουμε πολλά ελαττώματα, όμως πιστεύω ότι όλα τα καλά πράγματα είναι χαρίσματα και όλοι οι άνθρωποι και όλοι οι λαοί έχουν χαρίσματα.
Το να στοχεύσει λοιπόν αυτός ο λαός από πολύ παλιά στην αλήθεια και τον έρωτα των πραγμάτων, των όντων και στην αλήθεια του κόσμου ως μυστήριο, πέρα από την χρησιμοποίηση, την εκμετάλλευση και την ιδιοτέλεια, αυτό μας πάει πολύ μακρύτερα από εκεί που μπορεί να φτάσει σήμερα ο άνθρωπος με όλα τα εργαλεία που διαθέτει, τεχνικά ή επιστημονικά, οποιαδήποτε τέλος πάντων μέσα, που έχει στην διάθεσή του ο σημερινός άνθρωπος.
Διότι ήδη από την αρχαία Ελλάδα γίνεται φανερό ότι ο κόσμος και τα όντα δεν είναι αυτόνομα αντικείμενα αλλά θεολογικής τάξεως γεγονότα. Και την Ελλάδα ως έναν τέτοιο τρόπο τη χρειαζόμαστε, γιατί είναι το αλάτι, είναι η νοστιμιά σε όλη την ιστορία του κόσμου. Γι’ αυτό πολλές φορές νιώθει κανείς ότι πιο εύκολο είναι να πει αυτά τα πράγματα με το να σιωπήσει τελείως, με το να μην πει τίποτα, με το να μείνει εκεί, ακίνητος ως νεκρός, αγναντεύοντας το χρόνο και το χώρο, την ιστορία ,το παρελθόν, το μέλλον, τα έσχατα.
Και ξέρετε εσείς, ότι η περιοχή της σιωπής είναι και η περιοχή του λόγου. Είναι η γλώσσα της σιωπής, είναι αυτή η περιοχή της βοώσας σιωπής, όπου αρχίζει ο άνθρωπος πραγματικά να γεύεται την περιοχή του Λόγου. Αυτό, θυμάστε, ο Ηράκλειτος το λέει, όχι εμένα, αλλά τον κοινό λόγο να ακούτε και να ομολογείτε ότι όλα είναι ένα. Έν εστί το παν.
Αυτό από μόνο του σε κάνει αμέσως να σιωπάς. Έν εστί το παν. Για να ακούσεις τον κοινό-ξυνό Λόγο πρέπει να σιωπήσει ο ατομικός υποκειμενικός λόγος. Έτσι ο άνθρωπος μπαίνει στη βοώσα σιωπή. Έτσι ακούει άρρητους λόγους. Έτσι βεβαιώνεται και τότε δεν μιλά για να επιβληθεί αλλά μόνο διότι αγαπά, μιλά για τον άλλον και όχι για τον εαυτό του. Αυτή είναι η φύση του ξυνού-κοινού Λόγου. Σε ελευθερώνει από την όποια ανάγκη, να κατέχεις, να εξουσιάζεις, να χρησιμοποιείς, να επιβάλλεσαι.
Μετά, ξέρουμε ότι ο ίδιος ο Χριστός προσεύχεται για την ενότητα του κόσμου, για να γίνουν όλα ένα, όπως είναι ο Ίδιος ένα με τον Πατέρα του. Αυτή είναι η τελεία Αγάπη, που είναι ο Χριστός, που είναι ο Θεός και που τη δανείζει και σ’ εμάς τους θνητούς για να φτάσουμε στην απόλυτη σιωπή του εαυτού μας.
Συγχωρήστε με σήμερα, γιατί χρησιμοποιώ και λίγο θεολογικούς όρους, έτσι, ως ζητιάνος που μιλά όχι διότι έχει, αλλά διότι δανείζεται κάτι που δεν έχει και που νοσταλγεί να έχει, να με συγχωρήσετε γι’ αυτό, αλλά είμαι αναγκασμένος, επειδή το συνέδριο απαιτεί αυτή τη δουλειά.
Αυτή την εμπειρία της ενότητος των πραγμάτων, ο Παρμενίδης, επίσης, την διαισθάνεται και την κωδικοποιεί με την δική του φιλοσοφία. Ο Παρμενίδης διαισθάνεται ότι όντως ο κόσμος ως όν, είναι Έν, άφθαρτο, ανόλεθρο, αδημιούργητο, αμετάβλητο και μη ταυτιζόμενο με τον κόσμο της φθοράς. Για τους Έλληνες ο Θεός και ο κόσμος σχετίζονται στενά και όταν ο Παρμενίδης αρνείται το γίγνεσθαι ως φαινομενικότητα, ως απάτη των αισθήσεων, ως μη όν, μεταπηδά από το είναι του κόσμου στο είναι του Θεού, ή ακόμα διαβλέπει οντολογική, υπαρξιακή σχέση Θεού και κόσμου.
Οι αρχαίοι Έλληνες ποθούν και πάσχουν για την αλήθεια. Γι’ αυτό φαίνεται ότι συχνά αντιφάσκουν με τον εαυτό τους ή μεταξύ τους, όπως συμβαίνει με τον Παρμενίδη, τον Ηράκλειτο και τους άλλους, μετά ή πριν. Πάντως, ο Παρμενίδης δείχνει ότι ο κόσμος είναι και μη όν, αφού διαρκώς μεταβάλλεται. Ο Ηράκλειτος από την άλλη μεριά, θα πει ότι το όν είναι παλίντονος αρμονίη κινήσεων που την καθορίζει ο ξυνός Λόγος. Ο Ηράκλειτος δείχνει την αέναη κίνηση και ο Παρμενίδης το αέναο είναι. Τόσο το είναι όσο και η κίνηση-ενέργεια είναι χαρακτηριστικά πρώτα του Θεού και μετά του δημιουργούμενου κόσμου.
Ο Ηράκλειτος αντιλαμβάνεται με τον δικό του τρόπο τον κόσμο ως κίνηση-μεταβολή και όλοι μετά οι μεγάλοι που ακολούθησαν προσπαθούν να βρουν τη λύση. Όλη η ελληνική φιλοσοφία είναι στην ουσία μία προσπάθεια να συμβιβαστεί ο Παρμενίδης και ο Ηράκλειτος, να εναρμονισθεί η θεολογία με την κοσμολογία. Και προετοιμάζεται το έδαφος από τους Προσωκρατικούς και τελειώνει σε πρώτη φάση αυτή η πορεία με τους Αθηναίους, Σωκράτη, Πλάτωνα και Αριστοτέλη. Με τους αρχαίους Έλληνες, λοιπόν, τίθενται όλα τα μεγάλα ζητήματα της φιλοσοφίας και της θεολογίας, της κοσμολογίας και της ανθρωπολογίας, της οντολογίας και της γνωσιολογίας.
Τούτος ο καημός και το δράμα, του είναι και της μορφής, της κίνησης και του γίγνεσθαι, θα βρει τη λύση του πολύ αργότερα στον Άγιο Μάξιμο του Ομολογητή αλλά και σε όλη την ελληνική πατερική σκέψη. Ο Πλωτίνος είναι μια πρώτη αναμόχλευση των ιδίων πραγμάτων και μετά ερχόμαστε στη μεγάλη περίοδο των Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι πλέον θα δώσουν την πλήρη θεωρία, την πλήρη εικόνα των πραγμάτων, όπου η επιστήμη, η θεολογία, η φιλοσοφία και η ζωή ενοποιούνται κατά κάποιο τρόπο, χωρίς να χάνουν ταυτόχρονα τη διάκρισή τους.
Αυτό το επίτευγμα της πατερικής σκέψης και σύνθεσης θα μείνει δυστυχώς στην αφάνεια και έξω από την καθημερινή παιδεία στους νεώτερους χρόνους. Γι’ αυτό και εμείς σήμερα ζούμε μια σχιζοφρενική εμπειρία, με την έννοια ότι, πας να σπουδάσεις στη Δύση, να γίνεις επιστήμονας, αγνοώντας από μια άποψη αυτό που κουβαλάς μέσα σου, αυτή την εμπειρία της ενότητος των πραγμάτων. Έτσι, ζεις και λίγο αυτήν τη σχιζοφρένεια δύο κόσμων, αφού στο δυτικό κόσμο αυτή η ενότητα είναι απούσα.
Μέχρι σήμερα, η Δύση είναι μονοδιάστατη: ή ο κόσμος ή ο Θεός, ή η γνώση ή η πίστη, ή η επιστήμη ή η θεολογία. Η σύνθεση και η ενότητα απουσιάζει με τραγικό τρόπο, όπως αποδεικνύεται σήμερα με την καταστροφή του περιβάλλοντος ή την εξουθένωση των φτωχών λαών από τους ανεπτυγμένους. Τώρα βέβαια, έχει γίνει πολλή δουλειά και ίσως είναι πιο εύκολο να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα αλλά η τραγικότητα παραμένει, οπωσδήποτε. Δηλαδή ο δυτικός κόσμος και εμείς μαζί, νομίζω ότι πρέπει να δουλέψουμε πολύ για να βρούμε το δρόμο μας. Εμείς δε οι Έλληνες, όσο καταλαβαίνουμε αυτά τα πράγματα, θα πρέπει να κάνουμε πολλή δουλειά. Διότι ο δυτικός άνθρωπος δεν έχει ακόμη κατανοήσει επαρκώς ούτε την αρχαία Ελλάδα ούτε το Βυζάντιο. Και αυτό το λέω με την αυτοπεποίθηση του θετικού επιστήμονα. Και δεν αγνοώ καθόλου το κατόρθωμα, την εργατικότητα και τη σοφία του δυτικού ανθρώπου στην επιστήμη, ή την τεχνική, ή σε ό,τι άλλο. Προσωπικά μάλιστα, θαυμάζω και ζηλεύω το δυτικό άνθρωπο για τις αρετές του. Όμως δεν αγνοώ τη μονομέρεια, τους περιορισμούς και το δράμα του δυικού πολιτισμού.
Καταλαβαίνει, λοιπόν, κανείς ότι η σύγχρονη φυσική θεωρία έρχεται να διορθώσει όλη αυτήν την επιφανειακή γνωσιολογία που αναπτύχθηκε στον δυτικό κόσμο, από την εποχή της σχολαστικής θεολογίας μέχρι τους σύγχρονους επιστημολόγους.
Από αυτήν την άποψη, η σύγχρονη φυσική επιστήμη αποχτά ένα ιδιαίτερο νόημα σήμερα και μια ιδιαίτερη σημασία. Διότι, μπορεί και δείχνει με τα δικά της εργαλεία αυτό που ξέραμε από άλλους δρόμους ότι είναι μια μεγάλη αλήθεια, ότι δηλαδή ο κόσμος είναι μέγιστο μυστήριο, που δεν απλοποιείται και δεν αντικειμενοποιείται από όποια θεωρία. Αν θέλει κανείς να κωδικοποιήσει σχηματικά αυτά τα πράγματα που τα αδικεί, έτσι όταν τα λέει -γιατί ξέρετε η γνώση είναι όπως όταν κουβαλάει κανείς ξύλα να ανάψει φωτιά, αλλά από μόνα τους δεν ανάβουν τα ξύλα- πρέπει να θυμηθούμε τη φράση του Αϊνστάιν ότι «το ακατανόητο του κόσμου είναι το κατανοητό του». Χρειάζεται όμως να κουραστεί κανείς, να κάνει κόπο για να φθάσει εδώ. Αλλά μετά το άναμμα της φωτιάς η γνώση είναι ένα άλλου επιπέδου γεγονός. Και χθες ακούσαμε πολύ σημαντικές σκέψεις και από τον Ηλία τον Κατσούφη και από τον πατέρα Γεώργιο τον Αναγνωστόπουλο γι’ αυτό το θέμα για τη γνώση των όντων.
Η επιστήμη σήμερα μας ξαναβάζει σ’ αυτήν την εμπειρία, ότι τα πράγματα δεν είναι απλά, δεν είναι νεκρά αντικείμενα. Αυτό είναι το πλέον σημαντικό. Το να απλοποιήσει κανείς τα πράγματα και να μιλήσει για υποκείμενο – αντικείμενο, να μιλήσει για χώρο, για χρόνο, για ύλη, για ενέργεια, για ουσία, για όλα αυτά τα πράγματα που θα πω κι εγώ μερικές σκέψεις, είναι σχετικά εύκολο. Αλλά να τα βάλει μαζί όλα αυτά να ξαναγίνουν ο κόσμος που είναι εκεί, απέναντί μου, αυτό θέλει δουλειά πολλή, θέλει κόπο, θέλει επίπονη εμβάθυνση και διεισδυτική σοφία.
Και με αυτήν την έννοια λέμε ότι ο λαός μας είχε αυτό το πάθος της γνώσης και της αλήθειας. Δηλαδή να μην φτωχύνει τα πράγματα, να μην φτωχύνει τον κόσμο, να μην απλοποιήσει τα πράγματα, να μην απλοποιήσει τον κόσμο. Αυτή η απλοποίηση έχει νεκρώσει και την παιδεία και την ζωή μας. Λυπάμαι πάρα πολύ που βλέπω σήμερα στην Ελλάδα να έχουμε κάνει τόσο άσχημες πόλεις, τόσο άσχημη παιδεία, να ζούμε μια μιζέρια, εσωτερική και εξωτερική, ενώ μας δόθηκε μια μεγάλη ομορφιά και αρχοντιά, μας δόθηκε μία -ας το πούμε έτσι- ακτίνα λάμπουσα.
Και το βλέπει κανείς αυτό με πολλούς τρόπους. Το πρωί που ήρθα στην πλατεία εδώ του Πύργου πραγματικά ένιωσα να ξαναγεννιέμαι, διότι υπάρχουν μέρη όπου διασώζεται αυτό το αρχοντικό αίσθημα του λαού μας, είτε είναι τα κτήρια, είτε είναι οι δρόμοι, είτε οι εκκλησιές, αυτό που τιμά τον άνθρωπο, που τιμά τον κόσμο. Βλέπετε ένα λουλούδι πόση ομορφιά έχει και μπορείς να το κοιτάς επί ώρες. Πόσο κρίμα είναι που τα σχολεία δεν έχουν ένα λουλούδι και τα παιδιά και οι δάσκαλοι ζουν μέσα στο τσιμέντο! Και ας πούμε, οποιαδήποτε περιοχή του κόσμου έχει τη δική της μοναδική ομορφιά που σε καθηλώνει, που μπορείς να περνάς ώρες μόνον προσπαθώντας να δεις τι είναι αυτό που είναι εκεί μπροστά σου και το βλέπεις και σε βλέπει.
Διότι κατά κάποιο τρόπο τα πράγματα μάς «κοιτάζουν» και μας προκαλούν να τα δούμε, για να αρχίσει έτσι μέσα μας να δημιουργείται το μεγάλο ταξίδι της γνώσης και της αλήθειας, της εμπειρίας, του μυστηρίου και του κάλλους. Εκεί μπροστά στα όντα, εάν πραγματικά έχεις φθάσει στην ενοποιημένη φυσική θεωρία, στέκεσαι ακίνητος και ανύσταχτος προσμένοντας και επιμένοντας έως ότου ακούσεις λόγους ασίγητους.
Ο Άγιος Μάξιμος και οι άλλοι Πατέρες μιλούν για τους λόγους των όντων που μας μιλούν με μύριους τρόπους και μας ωθούν στην απροσποίητη ταπείνωση και περιοχή του Ακτίστου κάλλους και της Αρχέτυπης παρουσίας. Τα όντα τα γνωρίζουμε με το να τα συναντάμε και να τα σώζουμε, όχι φθείροντάς τα και αχρηστεύοντάς τα. Το ότι ο άνθρωπος έχει συνείδηση του κόσμου και αυτοσυνείδηση, κάτι που μόνον αυτός έχει μέσα στο σύμπαν, σημαίνει ότι ο άνθρωπος έχει ευθύνη για όλον τον κόσμο, για όλα τα όντα. Οι άνθρωποι του πνεύματος, οι σοφοί άνθρωποι, οι άγιοι άνθρωποι το ζουν αυτό. Οι ανατολικοί λαοί ή άλλοι παλαιοί πολιτισμοί ανέπτυξαν το αίσθημα συμβίωσης με τα όντα και το αίσθημα της συμπόνιας και της ελεημοσύνης προς όλον τον κόσμο. Ακόμη και η μετεμψύχωση, μολονότι είναι λανθασμένη θεωρία που αχρηστεύει το σώμα, ρίχνοντάς το μαζί την ψυχή σε σκιά και ανυποστασία, δείχνει αυτό το στοιχείο της συμπόνιας προς τον κόσμο και της συμβίωσης με τον κόσμο.
Ο Απόστολος Παύλος θα το πει πολύ καθαρά καθιστώντας μας ενήμερους ότι τα όντα θλίβονται εξαιτίας του ανθρώπου. Και ο π. Ιουστίνος Πόποβιτς θα το επαναλάβει, ότι τα όντα έχουν οφθαλμούς και δακρύζουν αντικρίζοντας τη σκληρότητα και την ανελεημοσύνη του ανθρώπου.
Σε πολλές σύγχρονες έρευνες αποδεικνύεται ότι τα φυτά μπορούν και εμφανίζονται ως δείκτες των κρυμμένων ανθρώπινων αισθημάτων. Σήμερα ο άνθρωπος «ιππεύοντας» την τεχνολογία και την τεχνική, που και αυτή είναι δώρο εάν ο άνθρωπος γίνει σοφός, απλός, ταπεινός, απροσποίητος, καταργεί μέσα του τον δρόμο της σοφίας, παραμερίζει και περιφρονεί τον κρυμμένο πλούτο των όντων, υποτάσσοντας όλον τον κόσμο στη χειραφετημένη από κάθε προϋπόθεση σοφίας διάνοιά του. Και γνωρίζουμε ότι η διάνοια δεν μπορεί να φθάσει μόνη της στη σοφία, όπως η γυναίκα δεν γεννά δίχως τον άνδρα. Η διάνοια χωρίς νου και χωρίς καρδιά γίνεται δικτάτορας, τύραννος, δήμιος της ύπαρξης και της αλήθειας.
Ο Αϊνστάιν ήταν ενήμερος περί όλων αυτών και ρητά εκφράζει την άποψη ότι όποιος δεν ζει και δεν νιώθει το μυστήριο γύρω του και μέσα του είναι νεκρός, όπως το σβησμένο κερί. Διότι ο Αϊνστάιν ήταν από τους πρώτους στη νεότερη επιστημολογία -όπως και ο Πουανκαρέ- που κατάλαβαν ότι η επιστημονική γνώση είναι ελεύθερη δημιουργία του ανθρώπινου πνεύματος. Και επομένως όχι επαρκής για την πλήρη γνώση των όντων.
Και ο Χάιζενμπεργκ θα πει ότι η σύγχρονη φυσική μας δείχνει ότι η φύση μάς απαντά κάθε φορά σε ό,τι την ρωτάμε, κρατώντας για τον εαυτό της πολλά κρυφά και επαληθεύοντας τον Ηράκλειτο ότι «η φύσις κρύπτεσθαι φιλεί». Και από τον Νεύτωνα μέχρι τον Αϊνστάιν ή τον Χάιζενμπεργκ άλλαξε πολλές φορές και διευρύνθηκε η φυσική θεωρία, γενόμενη όλο και πιο σοφή και αναγνωρίζοντας τα όριά της, μολονότι αρχικά ξεκίνησε αγέρωχη να υποκαταστήσει τη Θεολογία, τη Φιλοσοφία, την Τέχνη και ό,τι άλλο δεν χωρούσε στο σακούλι της. Στην αρχή η φυσική θεωρία είδε τον κόσμο ως ύλη και δύναμη, μετά ως κίνηση και ενέργεια, προσφάτως δε ως πληροφορία και δυνατότητα.
Έτσι λοιπόν, καταλαβαίνει κανείς ότι και η επιστήμη είναι ένα δώρο, όπως και η θεολογία είναι ένα δώρο, τα οποία θα πρέπει κάπως να τα αξιοποιήσουμε στη ζωή μας. Και φαντάζομαι ότι όταν τα αξιοποιήσουμε, τότε κυρίως θα είμαστε άνθρωποι ελεύθεροι, άνθρωποι χαρούμενοι, άνθρωποι οι οποίοι θα έχουμε αίσθηση ότι ο κόσμος αξίζει που υπάρχει, ότι η ζωή αξίζει που υπάρχει.
Με αυτήν την έννοια λέω ότι η αληθινή θεολογία δεν φοβάται τη γνώση αλλά αντιθέτως τη στηρίζει, της δίδει κουράγιο να ψάξει παντού, να ερευνήσει παντού, ώστε κάποτε να γίνει ουσιαστικό ξύπνημα του ανθρώπου, όπως διαβάζουμε στο άσμα ασμάτων, «μήπως εσείς είδατε όν ηγάπησε η καρδιά μου». Κι όταν η επιστήμη κουράζει τον άνθρωπο, τον γερνάει η γνώση αυτή, όταν ο άνθρωπος νιώθει σκοτεινιά, τότε η θεολογία μπορεί να του ανανεώσει το πνεύμα, να το ξαναγεννήσει. Όπως το παιδί τσαλαβουτάει παίζοντας στα βαλτόνερα και λερώνεται και τραυματίζεται, έτσι και η θεολογία ως μάνα μπορεί να το ξαναγεννήσει από την αρχή, να του ξαναδώσει τα πρώτα δώρα και να ξαναξεκινήσει το παιχνίδι πιο έμπειρο, πιο σοφό.
Η επιστήμη λοιπόν, συναντιέται με τη θεολογία με τον δικό της τρόπο και η θεολογία συναντάει την επιστήμη με το δικό της τρόπο, χωρίς η μια να καθηλώνει την άλλη, αλλά η μια να αναπνέει από την άλλη, να αξιοποιεί να παίρνει αυτό που πρέπει και να δίνει αυτό που πρέπει. Κάτι το οποίο εχθές ειπώθηκε για τον Φεγιεράμπεντ που είναι πολύ σημαντικό νομίζω, και ο πατήρ Γεώργιος έχει κάνει αρκετή δουλειά σε αυτό που μας πάει κατευθείαν στην καρδιά του ζητήματος.
Ο Φεγιεράμπεντ είναι ένας αριστερός φιλόσοφος της επιστήμης αλλά είναι πολύ κοντά στην δική μας, θα έλεγα, ορθόδοξη εμπειρία. Δηλαδή αυτήν την εμπειρία της υπέρβασης των ορίων και της ελευθερίας απέναντι σε οποιοδήποτε περιορισμό. Και ο ίδιος θα πει ότι ούτε η επιστήμη είναι ιερή, ακόμη και για τα αποτελέσματά της. Ποιος ξέρει αν με άλλους τρόπους δνε θα μπορούσαμε να έχουμε ακόμη θαυμαστότερα αποτελέσματα;
Εδώ αυτομάτως γίνεται κατανοητό αυτό που μεγάλοι φυσικοί το υποπτεύονταν όπως ο Χάιζενμπεργκ ή ο Αϊνστάιν λιγότερο, ότι η επιστήμη είναι και αυτή μια ανθρώπινη δημιουργία που περιέχεται μέσα στον όλο πολιτισμό του ανθρώπου, έχει μια υποκειμενικότητα μέσα της, δεν είναι το απόλυτο, έχει την υποκειμενικότητα του όλου πολιτισμού του ανθρώπου. Στην θεωρία της πολυπλοκότητας καταλαβαίνουμε κάπως περισσότερο αυτό το πράγμα ότι ο άνθρωπος διάλεξε ένα τρόπο, ένα δρόμο. Διότι σύμφωνα με τη Θεωρία της Πολυπλοκότητας η φύση έχει ιστορικότητα και το μέλλον κατασκευάζεται διαρκώς ελεύθερο από το παρελθόν. Αυτό είναι και η πεμπτουσία του περίφημου βέλους του χρόνου της θερμοδυναμικής, ότι δηλαδή ο χρόνος δεν αντιστρέφεται. Ο Ιλία Πριγκοζίν θα πάει πολύ πιο πέρα από το επιστημονικό κατεστημένο, αρνούμενος τον ντετερμινισμό και ισχυριζόμενος ότι και οι φυσικοί νόμοι δεν προϋπάρχουν αλλά δημιουργούνται.
Ακούσαμε το πρωί τον Σεβασμιότατο να μας μιλάει για την ελευθερία του ανθρώπου να επιλέγει τον τρόπο του. Δηλαδή, επέλεξε ο άνθρωπος ένα δρόμο και μέσα από αυτήν την επιλογή αυτομάτως όλα επηρεάζονται. Η επιστήμη είναι ενταγμένη μέσα σε αυτήν την επιλογή. Δηλαδή ακούσαμε χθες ότι οι φυσικοί νόμοι δεν υπάρχουν, και θα πω και εγώ κάποιες σκέψεις γι’ αυτό. Αυτό είναι έτσι, όπως και ότι η αλήθεια της επιστήμης, είναι κι αυτή μια αλήθεια. Οι γιατροί μας σώζουν, κι εγώ και ίσως και άλλοι από εσάς να μην ζούσαν τώρα, αν οι γιατροί δεν είχαν τη γνώση που έχουν.
Η επιστήμη και η τεχνική κάνουν τόσα θαύματα γύρω μας, βλέπουμε τόσα θαύματα. Δεν αμφισβητεί κανείς τη δύναμη της επιστήμης, δεν τη σμικρύνει αλλά ταυτόχρονα δεν υποτάσσεται σε αυτήν. Αυτό λέει ο Φεγιεράμπεντ, ότι ούτε η επιστήμη είναι ιερή, ποιος ξέρει αν με άλλους τρόπους δεν θα είχαμε θαυμαστότερα αποτελέσματα;
Εδώ συναντιέται ο Φεγιεράμπεντ με αυτό που προσπάθησα να πω για το πάθος του λαού μας να μην σμικρύνει τα πράγματα, να αφήσει τα πράγματα να λειτουργήσουν στη δική τους περιοχή. Κι αυτό πάει πολύ μακριά. Δηλαδή είναι μία γνωσιολογία η οποία σε αναγκάζει να φτάσεις κάπου. Η γνώση λοιπόν είναι δώρο, ύβρις ή κατάρα; Σήμερα καταστρέφουμε το περιβάλλον, σήμερα πάρα πολλά ανθρώπινα πλάσματα πεινάνε, κρυώνουν, είναι άρρωστα, φονεύονται από τους πολιτισμένους ανθρώπους, έμμεσα ή άμεσα, ενώ έχουμε τόση γνώση, τόσο πλούτο.
Ακούσαμε για τους Παλαιστινίους. Και σε όλο τον κόσμο, και αυτοί οι οποίοι βασανίζουν τους άλλους και αυτοί είναι ταλαίπωροι και αυτοί χρειάζονται ελεημοσύνη, διότι όταν βασανίζεις τον άλλον για να υπηρετήσεις το δικό σου, τότε και το δικό σου είναι άδειο, είναι κενό, είναι κατάρα. Όταν χρειάζεται έστω και ένας άλλος να πεθάνει για να ζήσει η δική σου πατρίδα, τότε η πατρίδα σου είναι ανύπαρκτη, έχει κατάρα μέσα της. Διότι η αληθινή πατρίδα τα κάνει όλα να ζούνε. Όχι μόνο δεν τα φονεύει αλλά δίνει ζωή και σε αυτά τα ανύπαρκτα, τα νεκρά. Γι’ αυτό και ο Μακρυγιάννης, ξέρετε, θα θυμάστε, ότι περιγράφει στα Απομνημονεύματά του ότι ο Τούρκος πασάς στην Άρτα του έδωσε τα άρματα και τον ευλόγησε να κάνει την Επανάσταση, λέγοντας εμείς σας αδικήσαμε, και μιλάει για αυτή την αδικία των Ελλήνων που νιώθει ο Τούρκος Πασάς γιατί έχει μια ευγένεια, έχει μια αρχοντιά, μια τιμιότητα και του λέει να πας να κάνετε επανάσταση να ελευθερωθείτε, διότι εμείς αδικήσαμε τους ραγιάδες.
Έτσι ο Μακρυγιάννης μαχόμενος δεν μισεί τους Τούρκους και ο Τούρκος Πασάς διασώζει την αξιοπρέπεια των Τούρκων, αναγνωρίζοντας το δίκαιο των ραγιάδων. Η επιστήμη και η γνώση λοιπόν, δεν μπορούν να απομονωθούν από το όλο γεγονός της ζωής, διότι τότε παίρνουν τερατώδη και απάνθρωπο χαρακτήρα. Γίνονται όργανα ανθρωποκτονίας, όσο και αν ο άνθρωπος θέλει να εξαγιάζει και να εξωραΐζει τα πράγματα, κρύβοντας την σκοτεινή των όψη. Και σήμερα οι άνθρωποι αδυνατούν να δουν την σκοτεινή όψη της γνώσης που λειτουργεί έξω από την σοφία, της γνώσης της αποκομμένης από την ζωή, την επιστήμη και τεχνική που χάνουν τον φωτισμό του όλου.
Αυτή η αντίληψη για την ιερότητα της γνώσης και της ύπαρξης, για το ότι η γνώση πρέπει να σώζει και όχι να φθείρει τον κόσμο, αυτό είναι το διαχρονικό συστατικό του ελληνισμού, της ελληνικότητας και της ορθόδοξης παράδοσης που το προσλαμβάνει και το διευρύνει. Αυτός είναι ο μυστικός θησαυρός για τον οποίο πάσχουν οι Έλληνες επαναστάτες του ’21 και όχι απλώς μια στενά εννοούμενη πολιτική ή κοινωνική ελευθερία. Αυτό είναι που εξευγενίζει Έλληνες, Τούρκους και όποιους άλλους. Για αυτό η Ελλάδα ως τρόπος κα ως πνεύμα ανήκει σε όλους.
Άρα, τα πράγματα είναι πολύπλοκα, είναι σύνθετα, δεν μπορείς να πεις πού είναι το καλό, που είναι το κακό, έτσι εύκολα. Η αποξένωση του ανθρώπου από τον άνθρωπο, αν υπάρχουν άνθρωποι που πεινάνε, αν υπάρχουν άνθρωποι που καίνε τις πόλεις τις δικές των ή τις πόλεις των άλλων, αν υπάρχουν άνθρωποι που βιάζουν ή βιάζονται με κάθε τρόπο, αν υπάρχει τόση θλίψη πάνω στην γη που εμείς οι «προοδευμένοι» τόσο εύκολα ξεχνάμε, αν λοιπόν η αποξένωση του ανθρώπου από τον άλλον άνθρωπο και από τον εαυτό του είναι τόσο βαθιά και τραγικά μεγάλη, άρα η γνώση τι μας ωφέλησε; Άραγε η επιστήμη και τεχνολογία μας ωφέλησε; Έχουμε αποκτήσει τόση γνώση, τόση δύναμη, όμως μας ωφέλησε αυτό το πράγμα;
Αυτά όλα είναι ζητήματα σοβαρά και μεγάλα και νομίζω ότι εμείς οι φυσικοί είμαστε υποχρεωμένοι να μιλήσουμε γι’ αυτά τα ζητήματα. Η ίδια η ουσία της φυσικής θεωρίας σε αναγκάζει να μιλήσεις για όλα. Μιλάμε για ενοποίηση των φυσικών θεωριών. Αλλά ενοποίηση σημαίνει ότι το ανθρώπινο πνεύμα θέλει να συναντήσει όλη την αλήθεια. Δεν μπορείς να έχεις ενοποίηση της θεωρίας, εάν υπάρχει περιοχή που δεν φωτίζεται από την θεωρία. Και εδώ φαίνονται να είναι εκπληκτικά τα λόγια του Αϊνστάιν ότι όποιος δεν βλέπει το μυστήριο μέσα στα πράγματα δεν του αξίζει να ζει, είναι σαν το σβηστό κερί, διότι αυτό το μυστήριο ξεπερνάει τα όρια της γνώσης μας. Η επιστημονική γνώση της διάνοιας, μας λέει, είναι σαν την επιφάνεια του νερού, θα πάμε 50 – 100 μέτρα, αλλά το βάθος του ωκεανού μένει απρόσιτο, έτσι είναι και το μυστήριο της ύπαρξης. Κάθε φυσική θεωρία που το ξεχνάει αυτό το πράγμα δεν μπορεί να είναι αληθινά ενοποιημένη θεωρία. Μπορεί να είναι ιδεολογία αλλά όχι επιστήμη.
Έχουν συνείδηση λοιπόν, οι επιστήμονες. Και το ακούσαμε κι αυτό χθες, ότι όσο διευρύνεται η γνώση τόσο διευρύνεται και η γνώση – συνείδηση του μυστηρίου, και αυτό το ακούμε από ανθρώπους που ζουν στην αιχμή της έρευνας και της επιστήμης.
Η φυσική θεωρία, που ξεκίνησε ως πειραματική επιστήμη τους τελευταίους αιώνες αρχικά ξεκινάει με ένα, έτσι, πολύ αγέρωχο ύφος ότι τον κόσμο μπορούμε να τον ερμηνεύσουμε πλήρως και ότι τα έχουμε εξηγήσει σχεδόν όλα, ή θα τα εξηγήσουμε και μας αρκεί η επιστημονική γνώση. Αυτό είναι όλο το μηχανιστικό κοσμοείδωλο, όπως λέμε. Το μηχανιστικό κοσμοείδωλο είναι ένα πρώτο επίπεδο της φυσικής θεωρίας, το οποίο είναι αρκετά απλό και απλοϊκό. Το βασικό του χαρακτηριστικό είναι η αναγωγικότητα, ότι δηλαδή όλα τα πράγματα και όλα τα φαινόμενα εξηγούνται από ένα θεμελιώδες επίπεδο πραγματικότητας. Όλη η πραγματικότητα γύρω μας και όλος ο φαινόμενος κόσμος ανάγονται σ’ αυτό που είναι πραγματικό, αμετάβλητο, αδημιούργητο και άφθαρτο στο θεμελιώδες επίπεδο.
Αυτό καταλαβαίνετε τί σημαίνει. Σημαίνει ότι όλα περίπου είναι νεκρά. Δεν υφίσταται τίποτε πέραν της θεμελιώδους ουσίας, άτομα, ενέργειες. Απλώς μόνο να πω ότι σύμφωνα με την αναγωγική επιστήμη, αυτό που υφίσταται αντικειμενικά και πραγματικά είναι τα άτομα, ως στοιχειώδη αδιάσπαστα σωματίδια που κινούνται στον κενό χώρο. Όλα τα άλλα όντα και όλα τα άλλα φαινόμενα γύρω μας ανάγονται στις δυνάμεις και στις κινήσεις των ατόμων στον κενό χώρο διεγείρονται από το κβαντικό κενό. Σύμφωνα με αυτή την αναγωγική αρχή, ένα άλλο χαρακτηριστικό του μηχανιστικού κοσμοειδώλου είναι η ταύτιση του υποκειμένου με το αντικείμενο. Δεν υπάρχει ο γνωρίζων, ο παρατηρητής, δεν υφίσταται οντολογικά γνωρίζον υποκείμενο. Υπάρχει μια αντικειμενική, ας το πούμε, πραγματικότητα -όπως τη λένε και οι φίλοι μας του διαλεκτικού υλισμού- και αυτό είναι όλο.
Άλλο θεμελιώδες συστατικό της αναγωγικής επιστήμης είναι ο ντετερμινισμός (προκαθορισμός). Ο κόσμος, το σύμπαν είναι ντετερμινιστικό. Το μέλλον είναι γραμμένο ήδη στο παρελθόν, δεν έχει τίποτα καινούργιο να φέρει. Όλα είναι παλιά και όλα είναι τελειωμένα. Αυτό το χαρακτηριστικό το λέμε και αχρονικότητα, ότι, δηλαδή, δεν υπάρχει χρόνος, ότι ο χρόνος είναι απλώς μια υποκειμενική, άρα οντολογικά ανύπαρκτη πραγματικότητα ή παράμετρος. Ο ντετερμινισμός ως θεμελιώδες χαρακτηριστικό της πραγματικότητας σημαίνει και την δυνατότητα αντιστροφής του χρόνου. Ο χρόνος αντιστρέφεται, αφού οι κινήσεις στον κενό χώρο και οι τροχιές των σωμάτων μπορούν να διαγράφονται αντίθετα, αντιστρεπτά.
Ο Αϊνστάιν είναι πεπεισμένος ντετερμινιστής, μολονότι ο ίδιος ανακαλύπτει τον κβαντικό δυϊσμό και ως ένα βαθμό τον κβαντικό πιθανοκρατισμό, προεκτείνοντας την πιθανοκρατία της θεμελιώδους κλασσικής στατικής φυσικής. Βέβαια, για τον Αϊνστάιν η πραγματικότητα δεν είναι τα άτομα, αλλά το ενοποιημένο πεδίο ως μια άλλη πραγματικότητα. Τα υλικά σώματα, είναι τοπικές συμπυκνώσεις -ανωμαλίες του πεδίου. Το ενοποιημένο πεδίο του Αϊνστάιν είναι καθαρή ενέργεια και ταυτίζεται με τον χώρο. Το πεδίο – ενέργεια του Αϊνστάιν είναι δυναμική κατάσταση, αλλάζει στον χρόνο, αλλά αλλάζει ντετερμινιστικά. Έτσι πάλι ο χρόνος καταργείται αφού κάθε αλλαγή – μεταβολή μπορεί να αντιστραφεί, καθότι διέπεται από τον ντετερμινισμό.
Όμως ο Αϊνστάιν, πέραν του ντετερμινισμού και της αχρονικότητας, πάντα μιλούσε για το μη αναγώγιμο και μη επιστημονικά περιγράψιμο περιεχόμενο του «τώρα». Πάντα έλεγε ότι η εμπειρία και η γνώση του τώρα δεν χωράει σε καμία επιστημονική θεωρία και γνώση. Εδώ ο Αϊνστάιν φανερώνει τον μη επιστημονικό εαυτό του αλλά τον ζωντανό άνθρωπο. Πάντα ο Αϊνστάιν μιλούσε για το αδιάλυτο μυστήριο και την ιερότητα της ζωής, κάτι που σήμερα τόσο έχουμε ξεχάσει. Γίναμε ανίκανοι να νιώθουμε και το μυστήριο και την ιερότητα της ύπαρξης, μολονότι αποκτήσαμε τόση γνώση. Δυστυχώς σήμερα διαπιστώνουμε τραγικά τον νεκροθαπτικό χαρακτήρα της επιστήμης και της παιδείας.
Το τώρα, ο χρόνος, ο παρατηρητής με συνείδηση, το απύθμενο υπαρξιακό βάθος του ανθρώπου και του κόσμου φανερώνονται με πρωτοφανή τρόπο στην αρχαία τραγωδία. Οι μεγάλοι τραγικοί μας ποιητές ανιχνεύουν ως τραγική ανθρώπινη εμπειρία τον θάνατο, την απουσία, το κακό, αυτόν τον μη αναγώγιμο χρόνο, το μη αναγώγιμο τώρα, το ανεπανάληπτο, δηλαδή, κάθε στιγμής και κάθε όντος.
Και ο Αϊνστάιν φεύγοντας από την Ευρώπη για την Αμερική πήρε μαζί του βιβλία μόνον του Ησίοδου και του Ντοστογιέφσκι. Το τώρα είναι η περιοχή όπου ο άνθρωπος αρχίζει να αντιλαμβάνεται κάπως το μυστήριο που κουβαλάει μέσα του και το μυστήριο που συναντά έξω και που δεν μπορεί αυτό το μυστήριο να ενταχθεί, να χειραγωγηθεί μέσα σε έννοιες επιστημονικές. Γι’ αυτό καταλαβαίνετε πόσο μακριά έβλεπε ο Αριστοτέλης, όταν μας προειδοποίησε από τότε ότι την ουσία των όντων δεν θα την γνωρίσεις ποτέ. Θα είναι πάντοτε αεί απορούμενον και αεί ζητούμενον τι εστί το ον… Τί είναι αυτό που είναι; Τι ήν είναι. Εκεί μας προειδοποιεί ο Αριστοτέλης ότι όσο μακριά και να φτάσουμε αυτό θα είναι αεί απορούμενον. Μετά το μηχανιστικό κοσμοείδωλο ακολουθούν μια σειρά από επιστημονικές επαναστάσεις όπως λέμε, η Θεωρία Πεδίου, η Θερμοδυναμική, η Σχετικότητα, η Κβαντοθεωρία και πρόσφατα, η Πολυπλοκότητα.
Βέβαια, δυστυχώς όλη μας η παιδεία και τα σχολεία μας και τα πανεπιστήμιά μας είναι υποταγμένα στο μηχανιστικό κοσμοείδωλο, και στις εξ αυτού συνέπειες, ακόμη και σήμερα, μολονότι η φυσική θεωρία έχει προοδεύσει τόσο πολύ. Και πολλές φορές και η θεολογία, η κακή θεολογία, να το πω έτσι, η εύκολη θεολογία, και αυτή είναι υποταγμένη σε ένα τέτοιο κοσμοείδωλο, αντίστοιχα. Διότι το μηχανιστικό κοσμοείδωλο, έχει προέλθει από ένα είδος σχολαστικής θεολογίας που αναπτύχθηκε στη Δύση και για την οποία το πρώτο αντικείμενο μηχανιστικής θεώρησης και ανάγνωσης ήταν ο Θεός. Και αυτή η γνωσιολογία που αναπτύχθηκε στο χώρο της σχολαστικής θεολογίας πέρασε και στην επιστημονική γνωσιολογία. Η σχολαστική θεολογία πρώτα και μετά η μηχανιστική θεωρία επιδιώκουν την απόλυτη υποκειμενικότητα και αυτό τόσο στην περιοχή του κόσμου – κτιστό, όσο και στην περιοχή του Θεού – άκτιστο.
Οι επαναστάσεις που ακολούθησαν στην περίοδο του 19ου και του 20ου αιώνα, μας πήγαν βήμα προς βήμα προς μια φυσική θεωρία, η οποία αναιρεί όλο αυτό το πλαίσιο της κλειστής και αναγωγικής επιστημονικής γνώσης και όλο και περισσότερο προσεγγίζει την ορθόδοξη θεωρία περί του κόσμου ως διαρκούς δημιουργίας εκ του μηδενός.
Κατ’ αρχάς, ξέρουμε από την Ορθόδοξη Θεολογία ότι ο κόσμος χτίζεται από το μηδέν, από το τίποτα, εκ του μη όντος. Ο Θεός δεν έχει ανάγκη να πάρει μία ύλη έτοιμη, ή να φτιάξει μία πρώτη ύλη και μετά από αυτή να δημιουργήσει τα όντα. Ο Θεός δημιουργεί με τρόπο άρρητο τα όντα και τον κόσμο εκ του μηδενός. Στη σχολαστική θεολογία αντίθετα με αυτό -και πρέπει να το προσέξει κανείς- ο Θεός δημιουργεί πρώτα την άμορφη ύλη και μετά φτιάχνει τον κόσμο, με μία μορφή νεοπλατωνική, κτλ.
Διότι εξ απόψεως οντολογίας και γνωσιολογίας, ο δυτικός χριστιανισμός έμεινε νεοπλατωνικός και μη χριστιανικός. Για τους αρχαίους Έλληνες «ουσία, φύσις και μορφή, ταυτόν εστί». Η σύγχρονη φυσική θεωρία το επαληθεύει αυτό σε πάρα πολλές στιγμές της, και στην κβαντική Θεωρία και στη Σχετικότητα. Αλλά και σήμερα στη Θεωρία της Πολυπλοκότητας, κατανοούμε όλο και περισσότερο ότι τα πράγματα είναι μορφές. Αλλά μορφές όχι όπως ο Πλάτωνας είχε αρχίσει να υποπτεύεται, ως ένα βαθμό, αλλά δεν μπορούσε πλήρως να κατανοήσει. Διότι ο Πλάτωνας δεν είχε τα απαραίτητα εργαλεία. Είχε, ας πούμε, ένα διαστημόπλοιο που τον πήγε μέχρι ένα σημείο, αλλά δεν μπορούσε να τον πάει πιο πέρα.
Αγνοούσε δηλαδή ένα Θεό που δημιουργεί τα όντα από το μηδέν και ελεύθερα. Ο Θεός δεν έχει ανάγκη να δημιουργεί άμορφη ύλη και μετά να την μορφοποιεί, όπως φαντάστηκαν οι αρχαίοι Έλληνες. Εν γένει οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν τρόπο να υπερβούν το στοιχείο της ανάγκης, είτε στον κόσμο, είτε στο θεό. Μολονότι αντιλαμβάνονταν σαν ανάγκη την υπέρβαση της ανάγκης, ωστόσο δεν είχαν τον τρόπο να το κάνουν. Διότι για να συμβεί αυτό έπρεπε ένας Θεός να γίνει άνθρωπος, να μπει στην ιστορία, να πεθάνει στο σταυρό και να αναστηθεί, ώστε να βεβαιωθούν όλοι οι άνθρωποι για τη μεγάλη μοίρα που τους επιφυλάσσει ο Θεός. Οι σοφότεροι των Ελλήνων όταν συναντήθηκαν με το νέο αυτό γεγονός, το αντιλήφθηκαν το πράγμα, προσέτρεξαν και το υπηρέτησαν.
Σήμερα κατανοούμε ότι τα πράγματα είναι μορφές που χτίζονται από το μηδέν, ελεύθερα και διαρκώς. Αν θελήσουμε να βάλουμε μαζί τη Θεωρία τη Σχετικότητας, την κβαντική Θεωρία και τη Θεωρία της Πολυπλοκότητας, που είναι οι τρεις μεγάλες επαναστάσεις που ακολούθησαν το μηχανιστικό κοσμοείδωλο, μπορούμε πολύ συμπυκνωμένα να πούμε ότι ο κόσμος είναι ένα διαρκώς αναπτυσσόμενο γεγονός, ένα διαρκώς συντελούμενο γεγονός, ως αναδυόμενες μορφές μέσα σε μορφές. Τα κτιστά όντα έχουν ουσία και έχουν ενέργεια. Είναι δε συγκεκριμένα και απτά. Διότι ανυπόστατος μεν φύσις τουτέστιν ουσία ουκ αν είη ποτέ, κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας.
Το ίδιο και η φυσική θεωρία αποδίδει ύπαρξη και ενέργεια στα συγκεκριμένα ιστορικά όντα. Εδώ ο Άγιος Μάξιμος είχε προλάβει όλη αυτή τη γνωσιολογία με το να λέει ότι τα πράγματα είναι λόγοι μέσα σε λόγους. Έτσι ο κόσμος δεν είναι αντικείμενο ή αντικείμενα. Είναι γεγονός και πράγμα διαρκώς αναπτυσσόμενο και συντελούμενο. Επομένως δεν μπορεί κανείς να χωρίζει τη Θεολογία από την Επιστήμη με ένα τρόπο διαιρετικό. Γιατί το ένα δείχνει το άλλο. Τούτος ο κόσμος είναι που θα φτάσει σε ένα τέλος. Αυτός ο κόσμος που οι επιστήμονες μελετούν και που συλλαμβάνουν θεωρίες καινούριες, διαρκώς και πιο σύνθετες για να τον περιγράψουν, αυτό το συντελούμενο γεγονός είναι αυτός ο κόσμος που η αληθής θεολογία θέλει να σώσει.
Δηλαδή ο Θεός δεν ήρθε στη γη άδικα για να μην σώσει τούτον τον κόσμο. Και τούτος ο κόσμος είναι το σώμα μας που συνδέεται άρρηκτα με το πνεύμα μας και την ψυχή μας. Όλα, ορατά και αόρατα, αισθητά – σωματικά ή νοητά, όλα είναι ένα. Εδώ θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι και τα σώματά μας και οι ψυχές μας και τα πνεύματα μας, όλα συνιστούν ενότητα με διακρίσεις, όπως λέει και ο Άγιος Διονύσιος ο Αεροπαγίτης, όλα συνίστανται από ενέργεια και έχουν ενέργεια. Και ο Άγιος Μάξιμος γνωρίζει και μας δείχνει ότι ο κόσμος όλος, ορατός ή αόρατος, είναι ένας και ενιαίος. Ο Άγιος Μάξιμος στην «Μυσταγωγία» του, δίδει μια εκπληκτική θεωρία του κόσμου ως κίνηση προς ένα τέλος. Μάλιστα, αυτή η συνολική κοσμική κίνηση σχετίζεται και περιέχεται στη Θεία Λειτουργία. Και ο Πλάτωνας και όλοι οι αρχαίοι το υποπτεύονταν αυτό. Ο Ηράκλειτος θα πει έν εστί το παν, το ίδιο και ο Παρμενίδης και όλοι οι Προσωκρατικοί. Όλη η ελληνική φιλοσοφία έβλεπε πάντα ένα τέλος, ένα σκοπό στον κόσμο. Αλλά αδυνατούσε να δει το εύρος, την ποιότητα και την σημασία αυτού του τέλους, όπως αυτό ειπώθηκε από τους Χριστιανούς και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι η ορθόδοξη ανατολική θεολογία είναι επίτευγμα του ελληνικού πνεύματος, βαπτισμένου πλέον και μεταμορφωμένου μέσα στην Φωτιά της Αναστάσεως του Θεού που έγινε άνθρωπος, σώμα, ύλη, ψυχή, πνεύμα για να ελκύσει ελεύθερα κοντά του τα σώματα και τα πνεύματα. Διότι ο Θεός ως προς τον εαυτό Του είναι πέρα από όλα αυτά και πέρα από οτιδήποτε μπορεί να σκεφθεί το ανθρώπινο πνεύμα.
Επειδή σήμερα πολλοί έχουν πρόβλημα με τούτη την διατύπωση θα πρέπει με θάρρος να πούμε ότι το ελληνικό Πνεύμα στην αρχαία του μορφή αναμετριέται με την γνώση των όντων, όχι διότι θέλει να τα εξουσιάσει αλλά για να τα σώσει. Έτσι παράγει μια διαρκή επανάσταση σε κάθε είδος εξουσίας που δεν σώζει τον άλλο αλλά τον εαυτό της., βλέπε Όμηρο, Αντιγόνη και Κρέοντα, Σωκράτη, κ.λ.π.. Αυτό δεν υφίσταται ούτε στη σχολαστική θεολογία, ούτε στη θεολογία του Νιρβάνα της Άπω Ανατολής. Εδώ, και στις δύο περιπτώσεις κυριαρχεί η σωτηρία του εγώ και όχι του άλλου. Έτσι εξηγείται ότι οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας γνώριζαν σε βάθος και επαρκώς τις δυνατότητες, το περιεχόμενο και τα όρια της αρχαίας φιλοσοφίας. Από την άλλη μεριά, οι αιρέσεις ενέχουν πάντα ένα είδος ασιατισμού, και ανάγκη αδυσώπητη, που το αναγνώριζαν πολύ καλά οι Έλληνες θεολόγοι, διότι αυτό είχε βασανίσει τόσο πολύ τους προγόνους των. Διότι στον ασιατισμό το αισθητό και εφήμερο όν στερείται ουσίας και υπόστασης. Μόνο το απόλυτο είναι – Βράχμα υφίσταται. Όλα τα άλλα είναι πλάνη, φαντασία που πρέπει να απορρίψει ο Ασιάτης ασκητής για να φθάσει στη φώτιση, στο Νιρβάνα.
Αντίστοιχα, στον σχολαστικό Χριστιανισμό ο Θεός είναι Ουσία και η σωτηρία του ανθρώπου η κατοχή της Ουσίας του Θεού, ή η ανταμοιβή κτιστών χαρίτων-ουσιών. Στην ορθόδοξη αντίληψη, όπως και στην αρχαία Ελλάδα, κυριαρχεί η φιλία, η πόλις, η συνάντηση, ο έρωτας του άλλου και η θυσία του εγώ, χάριν του άλλου.
Στην κβαντική Θεωρία έχουμε μία αρχή που λέγεται «ατοπική αρχή», μέσα από την οποία καταλαβαίνουμε αυτό που ο Ηράκλειτος είχε καταλάβει. Ότι δηλαδή, μπορεί τα πράγματα να έχουν χωριστεί και να απέχουν εκατομμύρια έτη φωτός μακριά, αλλά είναι ταυτόχρονα και σε αδιάσπαστη ενότητα και επικοινωνία. Αυτό είναι μια αρχή α-διαχωρισιμότητας που έχουμε στη κβαντική Θεωρία. Άλλο όμως αυτό το ένα που είναι ο κόσμος στους Έλληνες ή στην σύγχρονη φυσική θεωρία και άλλο το ένα της Άπω Ανατολής. Ο κόσμος είναι λοιπόν ένα όλο και αυτό το παρατηρούμε πειραματικά. Είναι εντυπωσιακό ότι ένα πείραμα που σχεδίασε ο Αϊνστάιν στο μυαλό του για να καταρρίψει την κβαντική Θεωρία και την αρχή της α-διαχωρισιμότητας, διότι θεωρούσε η κβαντική Θεωρία είναι μία πρόχειρη (μη πλήρης) θεωρία που πρέπει να διορθωθεί. Το πείραμα αυτό όταν πραγματοποιήθηκε έδειξε ότι είχε άδικο ο Αϊνστάιν και είχε δίκιο η κβαντική Θεωρία. Η οποία κβαντική Θεωρία μας δείχνει και κάτι άλλο μαζί με τη Θεωρία της α-διαχωρισιμότητας. Ότι ο κόσμος γίνεται διαρκώς, χτίζεται διαρκώς. Δηλαδή δεν υπάρχουν αντικειμενικές ιδιότητες στα πράγματα. Δεν έχουμε, ας το πούμε, ιδιότητες ή ουσίες που υφίστανται. Αλλά τι έχουμε; Διαρκώς δημιουργία των πραγμάτων, της ουσίας των, των ιδιοτήτων των και ό,τι άλλο τα συνιστά.
Από την Νευτώνεια Θεωρία μέχρι τη Θεωρία της Σχετικότητας του Αϊνστάιν ο κόσμος κατανοήθηκε ως στατικό αντικείμενο, εξ’ αρχής δεδομένο, χωρίς ουσιαστική οντολογική κίνηση και ανάπτυξη. Στις ντετερμινιστικές και αναγωγικές αυτές θεωρίες ο χρόνος είναι ουσιαστικά άδειος από χρονικότητα, αφού παρελθόν, παρόν και μέλλον είναι όλα ντετερμινιστικά προκαθορισμένα και δεδομένα εξ’ αρχής. Είτε πεις ότι ο κόσμος είναι άτομα και κενό, είτε πεις ότι είναι πολυδιάστατη χωρο-χρονική πολλαπλότητα συμβάντων, από πλευράς οντολογίας είναι το ίδιο. Πάντα είσαι μπροστά σε μια άχρονη πραγματικότητα, όμοια πάντοτε με τον εαυτό της, ακίνητη και αμετάβλητη. Θα δούμε μετά, ότι κίνηση και χρόνο και αλλαγή έχεις μόνο σε μια οντολογία του Προσώπου και όχι στην οντολογία της ουσίας, που κυριάρχησε τόσο στην αρχαία Ελλάδα όσο και στη δυτική θεολογία, φιλοσοφία, επιστήμη. Με την κβαντική θεωρία τα πράγματα υπάρχουν δημιουργούμενα διαρκώς. Τα πράγματα, η ουσία και οι ιδιότητές των παράγονται από το κβαντικό κενό, δηλαδή το τίποτε.
Ακόμη, τα πράγματα και οι ποιότητές των, σύμφωνα με την κβαντική φυσική, είναι μορφές που περιγράφονται μαθηματικά και όχι ουσίες αντικειμενικές και άχρονες. Ό,τι παρατηρούμε είναι ιδιο-τιμή και ιδιο-κατάσταση τελεστών σε ένα αφηρημένο μαθηματικό χώρο. Το κβαντικό κενό, από μια πλευρά, είναι και αυτό μαθηματική μορφή από την οποία παράγουμε άλλες μορφές. Βαθύτερη ερμηνεία του κβαντικού κενού δείχνει να ταυτίζεται αυτό με το απόλυτο μηδέν, το απόλυτο τίποτα, την απόλυτη απουσία μορφής – ύπαρξης. Οι φυσικές λοιπόν, μορφές ταυτίζονται με μαθηματικές μορφές στην κβαντική φυσική. Αυτό ήταν έτσι και στην προηγούμενη φυσική θεωρία αλλά δεν το κατανοούσαμε, αφού ταυτίζαμε τις παρατηρούμενες φυσικές μορφές με αυτόνομα και χωριστά αντικείμενα. Στη θεωρία της πολυπλοκότητας αυτή η γνώση διευρύνεται. Όχι μόνον οι κβαντικές καταστάσεις στον μικρόκοσμο, αλλά όλες οι φυσικές υπάρξεις, βουνά, αστέρια, φυτά, ζώα, άνθρωποι, σκέψεις, γλώσσες και ό,τι άλλο, είναι μορφές (συχνά ταυτίζονται με μαθηματικές μορφές) που δημιουργούνται διαρκώς εν χρόνω, όπως και οι μικροσκοπικές μορφές (στοιχειώδη σωματίδια, υπερ-χορδές, κ.λ.π.).
Τα πράγματα ως μορφές ύπαρξης δεν υφίστανται πριν «αναδυθούν» από το κενό και την απουσία, πριν δηλαδή δημιουργηθούν από το μηδέν. Μπορούμε εδώ να πούμε ότι έχουμε μια διαρκή δημιουργία από το μηδέν σε όλα τα επίπεδα. Ο κόσμος και τα πράγματα στέκονται και αιωρούνται πάνω από το μηδέν αφότου δημιουργηθούν και για όσο διαρκούν. Ακόμη και οι ψυχές, αν δεχθούμε την ύπαρξή τους, είναι φυσικές δημιουργούμενες μορφές, μολονότι η επιστήμη σήμερα αδυνατεί ακόμη να τεκμηριώσει επιστημονικά τη διακριτή ύπαρξη των ψυχών και ταυτίζει την ψυχή με το σώμα.
Βέβαια, ο ολιστικός χαρακτήρας τόσο της κβαντικής θεωρίας όσο και της θεωρίας της πολυπλοκότητας υποδεικνύει την άποψη ότι, αυτό που λέμε ψυχή θα πρέπει να είναι μια μορφή που περιέχει το σώμα, την ορατή δηλαδή αισθητή μορφή. Ακόμη, οι ψυχές κατά κάποιον τρόπο περιέχουν ολόκληρο το σύμπαν που είναι σώμα των. Βέβαια εδώ κινούμεθα πέραν της επιστημονικής γνώσης, έστω και αν η προέκταση αυτή είναι νόμιμη ως ερμηνεία της φυσικής θεωρίας. Εξάλλου, η ασκητική εμπειρία της Εκκλησίας σαφώς μαρτυρεί για την αόρατη, νοητή δημιουργία, όπως περιγράφουν οι Άγιοι Διονύσιος Αεροπαγίτης, Μάξιμος Ομολογητής και όλοι οι ασκητές της ερήμου. Ακόμη, η εμπειρία των ασκητών της ερήμου αποτελεί το φυσικό εργαστήρι της Εκκλησίας.
Εδώ, όπως περιγράφει ο Καθηγητής Κορναράκης, προλαμβάνονται και όλες οι σύγχρονες ψυχαναλυτικές θεωρίες αιώνες πριν τους σύγχρονους ψυχαναλυτές και μάλιστα σε πολύ πιο πηγαία και ολοκληρωμένη μορφή. Η κίνηση ως δημιουργία οντολογική από το μηδέν είναι η ουσία αυτού του πράγματος που στη φυσική θεωρία αποκαλούμε βέλος του χρόνου. Ότι δηλαδή, ο χρόνος ρέει μόνον από το παρελθόν προς το μέλλον και όχι αντίθετα. Δεν μπορούμε δηλαδή, να επιστρέψουμε στο παρελθόν αναιρώντας το ήδη υπάρχον. Η αδυναμία αντιστροφής του χρόνου είναι βασική αρχή της φυσικής θεωρίας της πολυπλοκότητας και της θερμοδυναμικής και θεμελιώνεται μόνον αν δεχθούμε ότι το φυσικό γίγνεσθαι είναι ουσιαστική δημιουργία από το μηδέν και διαρκώς αύξουσα οντολογική καινοφάνεια.
Οι ντετερμινιστικές θεωρίες προερχόμενες από ένα είδος χριστιανικού προκαθορισμού αδυνατούν να εναρμονιστούν με το βέλος του χρόνου. Μόνο μια νέου είδους πιθανοκρατική θεωρία η οποία μόνον προφητεύει κατά κάποιο τρόπο το μέλλον και δεν το προκαθορίζει μπορεί να εξηγήσει το βέλος του χρόνου. Αυτό το είδος πιθανοκρατίας το λέμε οντολογική πιθανοκρατία με την έννοια ότι το μέλλον κατασκευάζεται διαρκώς με τρόπο καινοφανή και όχι προκαθορισμένο από το παρελθόν. Εδώ η φυσική θεωρία δείχνει προς μια ανοιχτή οντολογία και μια ορισμένου τύπου προφητική επιστημονική γνωσιολογία. Ο χρόνος λοιπόν, γεμίζει από χρονικότητα, αφού κάθε στιγμή σχετίζεται με οντολογικό εμπλουτισμό του κόσμου και αυτός ο οντολογικός εμπλουτισμός -ως δημιουργία από το μηδέν- δεν μπορεί να αναιρεθεί. Για το λόγο αυτό, το μέλλον δεν μπορεί να επιστρέψει στο παρελθόν, ο χρόνος δεν αντιστρέφεται και δεν μπορούμε να εξαλείψουμε τα συμβάντα σαν να μην έγιναν. Ότι γίνεται δεν απογίνεται. Αυτό το λέμε και δυναμική των συσχετίσεων, συσχετίσεων όχι υπαρχόντων αλλά δημιουργούμενων πραγμάτων. Τα πράγματα είναι δημιουργούμενες ολιστικές – συσχετιζόμενες μορφές.
Μέχρι εδώ έχουμε εισαγάγει τους όρους δημιουργούμενες μορφές και δημιουργία από το μηδέν. Αυτό το ξέραμε, ήδη, από την ορθόδοξη θεολογία. Οι αρχαίοι Έλληνες μιλούσαν κυρίως για μορφοποίηση μιας αρχέγονης άμορφης κατάστασης από έναν θεό διασκομιστή ή γλύπτη. Οι Έλληνες δεν δέχονταν δημιουργία από το μηδέν. Οι μορφές που εμφανίζονται στα ορατά, αισθητά, εφήμερα πράγματα είναι και αυτές αιώνιες και αδημιούργητες, και μένουν στον νοητό τόπο, άφθαρτες και ακίνητες. Γι’ αυτό στην αρχαία ελληνική σκέψη – επιστήμη κυριαρχεί η ανάγκη, ως κύριο γνώρισμα της οντολογίας. Όλα είναι εξ’ αρχής δεδομένα, άχρονα και προκαθορισμένα. Μόνο η αρχαία τραγική ποίηση ενίσταται, όπως είδαμε, σε αυτή την κατάσταση και εισάγει το στοιχείο της ελευθερίας του χρόνου και του προσώπου, ως τραγικά όμως στοιχεία. Ως αρνητική δηλαδή και τραγική σύγκρουση με την ανάγκη και τη μοίρα, όπως περιγράφει πολύ ωραία ο Επίσκοπος Ζηζιούλας, τον οποίο οι σημερινοί θεολόγοι αλλά και οι φυσικοί αξίζει πραγματικά να μελετήσουν.
Μόνο, λοιπόν, πολύ αργότερα, οι Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας θα διευρύνουν την αρχαιοελληνική σκέψη με τα στοιχεία της δημιουργίας από το μηδέν και την απόλυτη ελευθερία του μέλλοντος από το παρελθόν μέσα από την ανοιχτή οντολογία του προσώπου. Στην αρχαία τραγική ποίηση και το αρχαίο δράμα έχουμε ήδη πικρή γεύση του προσώπου ως προσωπείο και «υποκρισία» ελευθερίας. Το εφήμερο και ιστορικό ον είναι υποταγμένο στο προσωπείο, δηλαδή στη φθορά και τον θάνατο που αφανίζει το πρόσωπο. Οι αρχαίοι Έλληνες ποιητές και φιλόσοφοι, θέτουν το ζήτημα της ελευθερίας και της θέωσης του ανθρώπου. Όμως αυτό δεν πάει μακριά, αφού η ανάγκη είναι κυρίαρχη σε θεούς και ανθρώπους, σε σώματα και ψυχές, σε ορατά και αόρατα.
Οι Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας είναι ενήμεροι για όλα αυτά. Γι’ αυτό δημιουργούν μια θεολογία του Προσώπου και της ελευθερίας που προλαμβάνει από ορισμένη άποψη και τα σημερινά επιτεύγματα της φυσικής επιστήμης, μολονότι ποτέ η θεολογία δεν ταυτίζεται με την επιστήμη ή και αντιθέτως. Από γνωσιολογικής απόψεως, η σύγχρονη επιστήμη ως φυσική θεωρία εμπεριέχεται στην ορθόδοξη θεολογία ή συνδέεται με αυτήν, αλλά δεν ταυτίζεται.
Σήμερα πολλοί επιστήμονες μιλούν για αυτο-δημιουργία του κόσμου ακόμη και από το μηδέν, κάτι που ακούγεται ως παραλογισμός ή ως καρικατούρα δημιουργίας. Διότι χωρίς δημιουργό, ελεύθερο και ανεξάρτητο από τα δημιουργήματά του έχουμε μόνο ανάπτυξη – εξέλιξη και όχι δημιουργία. Εδώ έχουν δίκιο οι Προσωκρατικοί που πίστευαν ότι από το μηδέν δεν μπορεί τίποτα να προκύψει. Γι’ αυτό σήμερα πολλά ρεύματα (Γερμανισμός, Αμερικανισμός) κάτω από την επίφαση της θεολογίας κρύβουν έναν πανθεϊστικού τύπου αυτο-δημιουργούμενο κόσμο ή έναν αυτό-δημιουργούμενο θεό. Η επιστήμη μας πάει ως την ιδέα της δημιουργίας από το τίποτα ή το μηδέν, αλλά όχι κατ’ ανάγκη μέχρι τον Δημιουργό. Αυτή η δύναμη δεν έχει δοθεί στην επιστήμη ή στην διάνοια. Έχει δοθεί μόνο στη θεολογία ως την ενεργό εμπειρία του Ακτίστου, δια της Εκκλησίας.
Η φυσική επιστήμη είναι μόνο εμπειρία και γνώση του κτιστού. Η επιστήμη μπορεί να υποπτεύεται την ύπαρξη του Δημιουργού. Δεν μπορεί, όμως, ούτε να την αποδείξει ούτε να την απορρίψει. Γι’ αυτό η επιστημονική γνώση θα είναι πάντα σε εκκρεμότητα ως μια πρώτη γεύση του μυστηρίου, μέσα στον χρόνο και τον χώρο μέσα στα εφήμερα όντα και την ιστορία τους. Βέβαια, οι ανθρωπομορφικές εικόνες και αντιλήψεις όσον αφορά τον Δημιουργό, δημιουργούν μια καρικατούρα Δημιουργού.
Η σύγχρονη φυσική θεωρία δείχνοντας ότι τα όντα και ο κόσμος είναι μορφές κίνησης, ενέργειας και πληροφορίας και πρωτίστως με έλλογο περιεχόμενο, που δημιουργούνται με τρόπο ανεξήγητο από το τίποτα ή το μηδέν, όλη αυτή η γνωστική εμπειρία της φυσικής θεωρίας συνηγορεί στο ότι, η ύπαρξη του Θεού δεν μπορεί να συγκριθεί με καμία πραγματικότητα, φυσική ή ανθρώπινη. Ο Θεός δεν χωρά σε κανένα σχήμα δικό μας, μένοντας άγνωστος και υπεράγνωστος, όπως διδάσκει ο Άγιος Διονύσιος ο Αεροπαγίτης, αλλά πάντως παρών διαρκώς. Ο Μόνος Παρών που κρατά τα όντα στο είναι.
Έτσι, η φυσική θεωρία μπορεί να δείχνει πόσο μεγάλο πράγμα είναι η αποφατική θεολογία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο Θεός γνωρίζεται αγνώστως δια του εαυτού Του και όχι ως αντικείμενο. Η γνώση του Θεού είναι δώρο στο ταπεινό και όχι ταπεινοφανή άνθρωπο, που αγωνιά αληθινά για τα όντα και τον κόσμο. Ο Θεός είναι ένας καλλιτέχνης, αν θέλετε, που δεν προλαβαίνουμε να τον ακολουθήσουμε, που πάει μπροστά, τρέχει, αφήνει τα έργα του πίσω κι εμείς -επειδή ο άνθρωπος έτσι είναι φτιαγμένος, να έχει έρωτα για την ομορφιά- ακολουθούμε.
Καταλαβαίνει κανείς και υποπτεύεται ότι, ας πούμε ο Θεός είναι αυτή η πηγή της ομορφιάς και τρέχει, αλλά όσο και να τρέχει ο άνθρωπος δεν φθάνει τούτη την πηγή. Και αυτό είναι η φυσική θεωρία. Είναι μια προσπάθεια του ανθρώπου να προλάβει αυτήν την πηγή και την πράξη, τη δημιουργία του Θεού. Αλλά ο Θεός δημιουργεί με ασύλληπτους τρόπους. Το ανθρώπινο πνεύμα κάπου προσπαθεί να προλάβει κάτι από την πράξη της δημιουργίας. Στο τέλος βεβαίως θα πρέπει να φτάσει εκεί που έφθασαν όσοι από τη φυσική θεωρία πέρασαν στην όντως θεωρία.
Και αν το πείραμα του αιώνα μας είναι αυτό που περιέγραψε ο Ηλίας ο Κατσούφης εχθές, το πείραμα που θέλει να αποδείξει την μερική ενοποίηση των φυσικών δυνάμεων (πυρηνική-ηλεκτρομαγνητική), η ενοποίηση όλων των δυνάμεων (βαρυτική, ηλεκτρομαγνητική, πυρηνική) είναι ακόμα μακριά από την πλήρη ενοποίηση της γνώσης μας για τον κόσμο. Και δεν είναι όλα αυτά τα μόνα σημαντικά πειράματα. Διότι ήδη μέσα σε ένα κύτταρο συμβαίνουν γεγονότα που δεν τα υποπτεύεται η ενοποιημένη θεωρία που μελετούν οι φυσικοί των στοιχειωδών σωματιδίων.
Στη θεωρία της πολυπλοκότητος και τη θερμοδυναμική μακριά από ισορροπία έχουμε άλλα θαυμαστά πράγματα, τα οποία συμβαίνουν διαρκώς γύρω μας και δεν εξηγούνται με τη φυσική των δυνάμεων αλλά με την εισαγωγή των συσχετίσεων ή με ακόμη άλλη άγνωστη φυσική διαδικασία. Τέλειοι συντονισμοί συμβαίνουν ανεξήγητα με την υπάρχουσα φυσική θεωρία και παράγουν νέες μορφές και νέες δομές, όπως περιγράψαμε προηγουμένως.
Όμως θέλω να πω εδώ για ένα άλλο άγνωστο πείραμα, το οποίο γίνεται διαρκώς και είναι η Θεία Λειτουργία. Χωρίς να είναι η δουλειά μου, χωρίς να έχω γνώση, αλλά, έτσι, τολμώ με μία αφέλεια παιδική να πω ότι είναι το κατεξοχήν πείραμα, η κατεξοχήν εμπειρία, όπου ο άνθρωπος φτάνει στην ενοποίηση των πάντων. Όπου ο άνθρωπος, ακόμη κι αν δεν γνωρίζει φυσική και μαθηματικά, είναι δυνατόν να φτάσει στην τελεία γνώση από άλλο μονοπάτι, από άλλο δρόμο, που ίσως εμείς οι επιστήμονες να μην μπορούμε να φτάσουμε. Γιατί η γνώση πολλές φορές κάνει τον άνθρωπο αλαζόνα, δηλαδή τον τυφλώνει.
Βεβαίως, οι μεγάλοι επιστήμονες είχαν συνείδηση αυτού του γεγονότος και πάντα έμεναν σε μια σεμνότητα και ταπεινότητα. Η τελεία γνώση δανείζεται-χαρίζεται μόνο στους ανθρώπους που έχουν πλέον αποκτήσει αυτή την ενεργό ταπείνωση. Και τότε δανείζονται από τον Θεό, τους δανείζει δηλαδή ο Θεός τη δική Του Γνώση και βλέπουν τον κόσμο μέσα από το βλέμμα που ο Θεός βλέπει τον κόσμο. Και τι σημαίνει αυτό; Πώς ο Θεός βλέπει τον κόσμο;
Οι φτασμένοι μας πληροφορούν ότι ο Θεός βλέπει με απόλυτα ανιδιοτελή αγάπη, στοργή και τρυφερότητα (αν δανειστούμε ανθρώπινα, φτωχά σύμβολα και λέξεις), με κάθε ον καλό ή κακό. Με τέλεια δηλαδή αγάπη. Εξάλλου, ο Θεός ως η τελεία Αγάπη, φέρνει τα όντα στο είναι ελεύθερα, και από αγάπη, για να υφίστανται και τα συγκρατεί και τα στηρίζει με άφατη στοργή και ενδιαφέρον. Αυτή είναι και η Τέλεια Γνώση που μας δανείζει ο Θεός. Με ένα πάθος.
Λέει ο Αββάς Ισαάκ ο Σύρος ότι, η τρίτη βαθμίδα της γνώσης, η τελεία γνώση είναι καύσις καρδίας υπέρ πάσης της κτίσεως. Αυτό δεν είναι ηθικολογικό, είναι πραγματικό γεγονός. Ο γέροντας Σιλουανός είδε ένα φίδι κομματιασμένο και έκλαιγε τρεις μέρες και δεν μπορούσε να αντέξει να δει ένα φυλλαράκι από δέντρο να κόβεται άσκοπα και έτρεχαν τα μάτια του δάκρυα. Δηλαδή καταλαβαίνετε πόσα πολλά πράγματα η ενοποιημένη θεωρία σημαίνει σ’ αυτήν την περιοχή.
Το πάθος λοιπόν αυτό της τελείας γνώσης είναι το πάθος της τελείας αγάπης. Αυτό που δανείζει ο Θεός στον άνθρωπο είναι να αισθάνεται τα πάντα ότι πρέπει να ζήσουν, ότι δεν πρέπει τίποτα να χαθεί. Κι εμείς ως κτιστά, θνητά και εφήμερα όντα, κατ΄ αρχάς αν το πω λίγο μεμψίμοιρα, η πρώτη ανάγκη μας είναι να ζήσει ο κόσμος. Και εδώ είναι που χρειαζόμαστε και την Ελλάδα, από μία άποψη. Εδώ, να μου συγχωρεθεί να πω, ότι οι θεολόγοι μας αδικούν την ορθόδοξη θεολογία, μετατρέποντάς την σε θρησκεία.
Ο κόσμος αυτός ο εφήμερος, λυπημένος, προβληματικός, όμως πραγματικά υφιστάμενος, είναι αυτός ο κόσμος που πρέπει να ζήσει. Αυτός ο κόσμος ο πλήρης μερίμνων και αγωνίας είναι αυτός ο κόσμος που πρέπει να σωθεί. Ο Χριστός ήρθε και έγινε ένας από εμάς, έχοντας πάθος αγάπης για να σωθεί τούτος ο κόσμος. Βεβαίως, ελεύθερα και όχι διά της βίας. Σήμερα χάσαμε τον ελληνικό τρόπο με μια έννοια, γιατί έχουμε αντίληψη πολλές φορές των πραγμάτων ως αφαίρεση, όχι ως εμπειρία χρονικότητας. Σήμερα αγνοούμε και την αρχαία Ελλάδα και την χριστιανική Ελλάδα (Ρωμηοσύνη-Βυζάντιο). Μέσα από τον σχολαστικισμό αχρηστέψαμε και τον ελληνικό και τον χριστιανικό τρόπο.
Γιατί στην Αρχαία Ελλάδα γράφονται τραγωδίες; Διότι υπάρχει η εμπειρία του τώρα και του εφήμερου. Γιατί η Ιφιγένεια ανακράζει, ξυστά περνάς καλέ μου από την καρδιά μου; Γιατί η Αντιγόνη αποφασίζει να πεθάνει για να τιμήσει το νεκρό αδερφό της; Και της λέει η αδερφή της, μα είσαι -ας πούμε- τρελή; Πέθαναν τα αδέρφια μας, θα πάμε κι εμείς να πεθάνουμε; Και η Αντιγόνη λέει, όχι. Δεν μπορεί να αφήσει άταφο τον αδερφό της. Γιατί; Γιατί το κάνει αυτό; Γιατί να τιμήσει ένα νεκρό, ένα πτώμα; Για ποιο λόγο; Δεν είναι αυτό η πρώτη προαίσθηση ότι τίποτα δεν πρέπει να χαθεί; Γι’ αυτό, αυτός ο λαός αγάπησε πολύ τον Χριστό. Διότι ο Χριστός είναι ο μόνος άνθρωπος που υποσχέθηκε ότι όποιος πιστέψει σε αυτόν δεν θα πεθάνει ποτέ, κι αν πεθάνει θα ζήσει, και το λέει αυτό ο Χριστός επειδή έχει την τέλεια αγάπη.
Και η τελεία αγάπη, νομίζω, ότι αυτό είναι το μέγιστο μάθημα που μπορούμε να μάθουμε. Και έχουμε μεγάλη ευθύνη που ζούμε σε αυτόν τον τόπο, διότι μας δίνει ο Χριστός τη δυνατότητα να μη νοιαζόμαστε για τον εαυτό μας, αλλά για τους άλλους, με ένα τρόπο μοναδικά δικό Του. Είναι δανεικά πράγματα αυτά. Δηλαδή ο άνθρωπος να θέλει να ζήσουν οι άλλοι, να μην νοιάζεται για τον εαυτό του, να θέλει αυτός να είναι τελευταίος. Και να θέλει να χαθεί αυτός, να γίνει ανύπαρκτος, αν είναι να ζήσουν οι άλλοι, όπως το είπε ο Μωυσής στον Θεό: Αν δεν τους συγχωρήσεις αυτούς (εννοεί τους Εβραίους), τότε σβήσε και μένα απ’ το Βιβλίο της Ζωής.
Εδώ φαίνεται η έκρηξη του ανθρώπου ως ανθρώπου ελεύθερου, αληθινού, πλήρους αγάπης και ευαισθησίας. Γι’ αυτό οι Εβραίοι και οι Έλληνες οδήγησαν την παγκόσμια ιστορία. Οι αρχαίοι Έλληνες με τον μύθο, την ποίηση, την φιλοσοφία προετοιμάζουν τον δρόμο για να περάσει η παγκόσμια ιστορία στην εποχή του ανθρώπου – πρόσωπο. Δηλαδή του ανθρώπου που έχει αξία όχι διότι είναι μέρος της όποιας φύσης, αλλά διότι ο επιμέρους εφήμερος, συγκεκριμένος άνθρωπος με σώμα, ψυχή, πνεύμα, συνείδηση ή ό,τι άλλο, προηγείται του γένους Αυτό τον δρόμο θα τον εγκαινιάσει ρεαλιστικά ο Χριστός και δι’ Αυτού όλη η ανθρωπότητα. Δεν υφίσταται η ανθρωπότητα, η φύση, η ψυχή, το έθνος. Το μόνο που όντως υφίσταται είναι ο εις έκαστος των ανθρώπων με όνομα και ταυτότητα, με σάρκα και οστά. Και αν έστω και ένας απουσιάζει από την αγορά της πόλης, τότε η πόλη είναι νεκρή.
Αυτό θα μας διδάξει πλέον με χίλιους τρόπους ο ορθόδοξος πολιτισμός που φύτρωσε πάνω στον εξελληνισμένο κόσμο. Αυτή την επανάσταση θα εισάγει στην ιστορία ο Υιός του Ανθρώπου, το μόνο καινό υπό τον ήλιο. Και λέει ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος ότι, και μόνο στη μνήμη των πραγμάτων ρέουν οι οφθαλμοί δάκρυα, του ανθρώπου που αξιώθηκε την τρίτη βαθμίδα γνώσης που δεν είναι άλλη από την τελεία αγάπη.
Αυτά δεν είναι απλά συναισθήματα. Εγώ ως φυσικός, τουλάχιστον, καταλαβαίνω ότι αυτά είναι η πλέον ανεπτυγμένη περιοχή γνωσιολογίας, η γνώση η οποία έχει ωριμάσει πλέον σε αγάπη, σε τελεία αγάπη. Εδώ ο άνθρωπος έχει δεχθεί τα δώρα. Και αυτά τα δώρα είναι αυτά ακριβώς που περιέχονται μέσα στο πείραμα – πείρα της Θείας Λειτουργίας, μέσα στον τόπο της Θείας Λειτουργίας, η οποία δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται απλώς ως ένα θρησκευτικό γεγονός, αλλά θα πρέπει να είναι το κατ’ εξοχήν γνωσιολογικό ή επιστημονικό γεγονός, με μία διευρυμένη έννοια του όρου. Μέσα στην Θεία Λειτουργία η φυσική γνώση και εμπειρία συναντώνται με την άκτιστη γνώση και άκτιστη εμπειρία ως την τέλεια αγάπη.
Βέβαια, πολλοί άνθρωποι που σκέπτονται λογικά θα έχουν ένσταση σε αυτήν την σύνδεση των πραγμάτων, επιστήμης και θεολογίας, γνώσης και αγάπης. Πραγματικά εδώ φθάνουμε στο κρίσιμο σημείο κάθε γνωσιολογίας και κάθε οντολογίας. Γι’ αυτό είπα ότι χρειαζόμαστε την Ελλάδα. Διότι η Ελλάδα μας κρατά ενήμερους ότι η γνώση που δεν μετατρέπεται σε αγάπη καθίσταται φυλακή. Αντίθετα, φυσική φορά της γνώσης είναι η συνάντησή της με την αγάπη. Στον Πλάτωνα, ο φιλόσοφος που ελευθερώθηκε και βρέθηκε στο φως του ήλιου και της αλήθειας επιστρέφει στο σπήλαιο για να ελευθερώσει τους συμπολίτες του από αγάπη γι’ αυτούς κι εκεί θανατώνεται πάλι από αγάπη.
Αυτό κάνει και ο Σωκράτης. Από αγάπη για τους Αθηναίους πίνει το κώνιό τους για να μην τους αρνηθεί. Και είπαμε ότι η Αντιγόνη και όλες οι τραγωδίες μάς δείχνουν την γνώση ως απεριόριστη εμπειρία αγάπης του εφήμερου για το οποίο πάσχει ο άνθρωπος της όντως θεωρίας. Η Ελλάδα μας μαθαίνει να αγωνιούμε για τα εφήμερα όντα, για τους άλλους. Δηλαδή, εδώ δεν πρέπει να συγχέουμε την αγωνία για τους άλλους με τη φτωχή αγωνία για το εγώ μας, του δυτικού υπαρξισμού. Ακόμη, ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, συμπυκνώνοντας την ορθόδοξη λειτουργική εμπειρία, κάνει την πρώτη μεγάλη ενοποίηση, δείχνοντας τη φυσική κίνηση ως μέρος προς ένα τέλος, όπου όλα θα έχουν αποκτήσει την πλήρη τους ύπαρξη.
Γι’ αυτό στην Ελλάδα η αγωνία της στιγμής και του τώρα ως εμπειρία του εφήμερου δεν εντάσσεται στην ατομική σωτηρία αλλά στην σωτηρία του άλλου και του όλου άλλου, κατά τον Κωστή Μοσκώφ. Η θέα των όντων γίνεται πραγματική γνώση όταν γίνει πάθος, έρωτας, αγάπη, αγωνία για τα όντα, όχι για το εγώ μας. Μέσα στην ιστορία, μέσα στον χρόνο ο άνθρωπος γνωρίζει τα όντα ως εφήμερες, αλλά αληθινές, πραγματικές παρουσίες και δεν συμβιβάζεται με τον θάνατο τους, εναντιώνεται στην φθορά τους. Μέσα στο τώρα και στην στιγμή ο άνθρωπος καθίσταται μάρτυρας του μέγιστου πλούτου που είναι η ύπαρξη και το εφήμερο είναι των όντων με τα οποία συναντιέται. Μέσα στο τώρα γεννιέται ο έρωτας και το πάθος να υπάρχουν τα όντα στην δική τους και ολόκληρη ύπαρξη. Εδώ το βέλος του χρόνου της φυσικής θεωρίας συναντιέται με τον εσχατολογικό και «άκτιστο» πλήρη χρόνο της αιωνιότητας, όπου σώζεται το εφήμερο όν στην ολότητά του, στο ολόκληρο είναι του.
Από την άποψη αυτή, το τώρα και η στιγμή γίνονται πύλη στην αιωνιότητα ως εμπειρία και νοσταλγία του εφήμερου, ως εμπειρία της μέγιστης Ανάγκης. Δηλαδή, της ανάγκης του ανθρώπου να μην χαθεί τίποτα. Αυτό είναι η αρχή για να γίνει ο άνθρωπος από άτομο πρόσωπο. Διότι μόνο το πρόσωπο μπορεί να αναγνωρίζει πρόσωπα και όντα. Μόνο το πρόσωπο μπορεί να πάσχει ανιδιοτελώς για τους άλλους. Διότι μόνο το πρόσωπο ως πάθος για το έν το μοναδικό, το ανεπανάληπτο μπορεί να φθάσει στη μέγιστη γνώση που γίνεται τέλεια αγάπη. Μόνο το πρόσωπο ως μοναδικότητα γνωρίζει την μοναδικότητα.
Και μέσα στην Θεία Λειτουργία μάς δίδεται η τελεία γνώση ως η τελεία αγάπη και η απόλυτη ελευθερία από κάθε θνητότητα και κάθε θάνατο. Ο άνθρωπος έτσι, υπάρχει μόνο για ένα λόγο, ακριβώς για να μαρτυρήσει αυτήν την εμπειρία. Αυτό είναι το μαρτύριο του ανθρώπου. Διότι, θα πει κανείς, τι πειράζει, για μια ας το πούμε απλή κουβέντα ή όπως το να ρίξει κανείς λίγο νερό, θυσιάζοντας στα είδωλα να πεθαίνει. Τόσοι άνθρωποι πέθαιναν για τον Χριστό, τους έτρωγαν τα θηρία. Για ποιο λόγο να τα κάνει όλα αυτά ο άνθρωπος; Δεν θα τον συγχωρούσε έτσι κι αλλιώς ο Θεός, κτλ. Αλλά αυτό είναι ο άνθρωπος και αυτό είναι ο Θεός. Είναι ακριβώς η στιγμή, εκεί ακριβώς που ο άνθρωπος απαιτεί να ζήσουν όλα και να αναπτυχθούν όλα. Και γι’ αυτό η σύγχρονη φυσική θεωρία μας δείχνει προς το μέλλον.
Θα κλείσω με μια εικόνα που βγαίνει από όλη τη σύγχρονη φυσική θεωρία, ότι ο κόσμος είναι ένα ποίημα, ένας λόγος που διαρκώς εκφέρεται, αναπτύσσεται, που όταν αρχίζει ένας ποιητής να γράφει κάτι, στην αρχή, στην πρώτη του λέξη υπάρχει κρυμμένο το νόημα και της επόμενης, αλλά δεν είναι ανάγκη για το επόμενο, όλα γίνονται ελεύθερα. Έτσι ο κόσμος είναι ένα ελεύθερα αναπτυσσόμενο ποίημα, ένας λόγος που εκφέρεται διαρκώς ελεύθερα, που αναπτύσσεται, που έχει ένα τέλος, και αυτό στη φυσική, όπως είδαμε πριν, εμείς το λέμε βέλος του χρόνου. Λέμε δηλαδή ότι το μέλλον είναι αυτό που φέρνει οντολογική καινοφάνεια και πληρότητα στον κόσμο. Γι’ αυτό ο χρόνος δεν αντιστρέφεται.
Αυτό είναι ένα μεγάλο πρόβλημα της σύγχρονης φυσικής θεωρίας, ότι δηλαδή ο χρόνος δεν αντιστρέφεται και ότι η φυσική θεωρία δε μπορεί ακόμη να το καταλάβει και όλη η προσπάθεια γίνεται εκεί. Ο Πριγκοζίν και άλλοι φυσικοί προηγούμενα, με την κβαντική Θεωρία, αρχίζουν και ανιχνεύουν ότι ο χρόνος δεν αντιστρέφεται, γιατί κάθε στιγμή εισάγεται οντολογική καινοφάνεια μέσα στον κόσμο η οποία δεν σβήνει όπως τονίσαμε στα προηγούμενα. Τώρα που συναντηθήκαμε, κανείς δεν μπορεί να κάνει σαν αυτό το γεγονός να μην έχει γίνει. Δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω τον χρόνο. Αυτή, επομένως, η οντολογική καινοφάνεια που εισάγεται κάθε στιγμή σημαίνει ότι έχουμε διαρκώς δημιουργία, σε όλα τα επίπεδα και η σύγχρονη φυσική θεωρία ανιχνεύει αυτό το γεγονός. Οι ποιητές, οι καλλιτέχνες το ανιχνεύουν ίσως πιο πλούσια. Εχθές ακούσαμε για την προσευχή. Και ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος ολοκληρώνει το μάθημα ταυτίζοντας την τελεία προσευχή με την τελεία αγάπη. Ότι η προσευχή από ένα σημείο και πέρα παύει, τελειώνει ως τελείωση, διότι πλέον γίνεται θεωρία, συνάντηση, γάμος. Αυτό δεν μπορεί βέβαια να το καταλάβει καμία αυτόνομη επιστήμη ή γνωσιολογία που δεν βαπτίζονται μέσα στο μόνο και μέγιστο πείραμα (πείρα) της Θείας Λειτουργίας. Το άθλημα είναι πώς ο άνθρωπος να βάλλει τα όντα και τον κόσμο μέσα στην Θεία Λειτουργία για να τα σώσει, ή καλύτερα για να σωθούν όλα τα εφήμερα και να βρεθούν όλα τα χαμένα. Και εδώ είμαστε πέρα από κάθε επιστημονική ή τεχνική δυνατότητα.
Πρόσφατα σχόλια