Πραγματικά κανείς, όταν καλείται να μιλήσει γι’ αυτά τα πράγματα, δεν ξέρει καμιά φορά από πού ν’ αρχίσει ή τί να πρωτοπεί, γιατί όντως βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα γεγονός ουσιώδους σημασίας, ιδίως όταν πρόκειται να μιλήσουμε για το χρόνο και για τον κόσμο, και όταν πρόκειται να μιλήσουμε για έναν πολιτισμό, όπως είναι αυτός ο πολιτισμός που κουβαλάει αυτός ο τόπος. Εwοούμε δε το διαχρονικό ελληνικό πολιτισμό διότι, εάν άλλα είδη πολιτισμών θέλουν να αναγκάσουν τον κόσμο να υποταχθεί σε μια γενική μορφή ή δομή, σ’ ένα γενικό πλαίσιο, τούτος ο πολιτισμός που κουβαλάμε στις πλάτες μας ως Έλληνες είναι κάτι το ανάποδο: θέλει να σώσει το επιμέρους, θέλει να αναδείξει τα ελάχιστα και τα μηδαμινά αυτά για τα οποία όσοι ασχολούνται με τις μεγάλες ιδέες θεωρούν ασήμαντα να ασχοληθούν. Τούτος ο πολιτισμός, λοιπόν, είναι ένα μοιρολόι του συγκεκριμένου, του ελάχιστου, του ασήμαντου, του εφήμερου, γι’ αυτό και είναι δύσκολος πολιτισμός.
Κατ’ αρχάς, να αναφέρω κάποιες συγκεκριμένες μνήμες που μας βοηθούν να αναμετρηθούμε μ’ έναν τόπο και μ’ έναν τρόπο όπως είναι ο δικός μας τόπος και τρόπος και που μας πάει πολύ μακριά και προς το παρελθόν και προς το μέλλον.
Πριν λίγες μέρες ήμουν αναγκασμένος να παρακολουθήσω ένα γεγονός σ’ ένα σχολείο που μου έχουν ζητήσει να είμαι επιστημονικός υπεύθυνος, κι εκεί έζησα ένα στιγμιότυπο που νομίζω ότι αξίζει να σας το πω. Ένα παιδί της Α’ Γυμνασίου δημιουργούσε προβλήματα, κούραζε τους δασκάλους του και αναγκάστηκε ένας καθηγητής του να το φέρει στους συντονιστές αυτού του σχολικού προγράμματος. Ένας συντονιστής, ένας δάσκαλος – από πόνο ο ίδιος για τις αταξίες του μικρού – του τράβηξε τα αυτιά, τον χαστούκισε επειδή δεν ήταν υπάκουος, και εγώ είδα το παιδί αυτό να κλαίει. Ένα παιδί με ξανθά μαλλιά, με πρόσωπο φωτεινό. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, δεν ήθελα να σταματήσω την επέμβαση αυτή του δασκάλου μπρος σε όλους τους άλλους μαθητές. Μετά το πήρα παράμερα, κατεβήκαμε κάτω και το κράτησα στην αγκαλιά μου, το χάιδεψα και το φίλησα. Μιλήσαμε λίγο και μου είπε ότι είναι ορφανό, ότι ζει με τον παππού του και τη γιαγιά του. Του έλεγα ότι είναι καλό να αρχίσει να μαθαίνει γράμματα και πολλά παρόμοια. Μου έλεγε συνεχώς κλαίγοντας: «Ναι, κύριε. Ναι, κύριε». Ένα μικρό παιδί ορφανό, αδύναμο, χτυπημένο από τη μοίρα του σ’ έναν κόσμο ψυχρό, αδιάφορο, αφιλόξενο. Εν τέλει μία ύπαρξη μερική και ατομική μέσα στον κόσμο-τον ιστορικό. Ένα δάκρυ ξεχασμένο στο χρόνο και την ιστορία που κρίνει τον κόσμο και την ιστορία.
Αυτό ήταν ένα συγκλονιστικό γεγονός για μένα προσωπικά, αλλά νομίζω ότι φανερώνει και το δικό μας δρόμο ως Έλληνες και ως ανθρώπους. Ότι σ’ αυτό το εφήμερο, το συγκεκριμένο σώμα το απτό, μπορεί κανείς να συναντάει κάτι απερίγραπτο, κάτι το μέγιστο που αναμετράει τους χώρους και τους χρόνους, που μας βάζει μπροστά σ’ ένα συμβάν, σ’ ένα σημείο, και ταυτόχρονα μας σταματάει μπρος στο αδιάβατο της ύπαρξης. Δεν μπορούμε να κάνουμε τον κόσμο καλύτερο έτσι εύκολα εμείς.
Αυτό το γεγονός, αυτή η συνάντηση με το εφήμερο – τουλάχιστον στην τραγική στιγμή του – μου θύμισε κάτι από την περιοχή της Τέχνης, που θα το ξέρετε ίσως πολλοί από σας. Σας το αναφέρω, γιατί νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό. Θυμάστε την ταινία Τσαμπ – Ιταλού σκηνοθέτη – όπου ένα παιδί που ζει με τον πατέρα του, πρώην αθλητή του μποξ, ο οποίος μετά τις δόξες πλέον αρχίζει να γερνάει εργαζόμενος ως απλός εργάτης στον ιππόδρομο, ενώ η μητέρα του που αποφάσισε να ζήσει μια μεγάλη ζωή μ’ έναν σπουδαίο άνθρωπο, παίρνει για λίγο το παιδί μαζί στο πλούσιο σπίτι της. Το παιδί δεν αντέχει και επιστρέ φει στον πατέρα του. Αναζητώντας τον πατέρα του φθάνει σ’ έναν άδειο χώρο φωνάζοντας διαρκώς και με αγωνία το όνομά του. Νομίζω ότι αυτή η εμπειρία είναι μια από τις συγκλονιστικές στιγμές που μπορεί να παρουσιάσει η Δυτική Τέχνη. Ίσως εμείς, μέσα από την εμπειρία του δικού μας τρόπου, μπορούμε να ερμηνεύσουμε αυτά τα στοιχεία. Διότι είναι αυτή η εμπειρία της κοσμικής ορφάνιας, που μόνο ο άνθρωπος ως ενσυνείδητο ον μπορεί να βιώσει μ’ έναν τρόπο που τον οδηγεί, ώστε ο ίδιος να αναλάβει την ευθύνη για όλον τον κόσμο, αλλά όχι με μια καρικατούρα μετασχηματισμού του Κόσμου και της Ιστορίας, αλλά με μια ευθύνη που πάει πολύ μακριά. Ο άνθρωπος αγωνιά και αισθάνεται ευθύνη για ολόκληρο τον κόσμο και το σύμπαν. Αυτή είναι η εμπειρία της απουσίας που και ο Σάρτρ περιγράφει έτσι έντονα.
Άλλο ένα στιγμιότυπο πάλι από την τέχνη, νομίζω ότι μας βοηθά να μπούμε σε μια περιοχή, όπου ορίζονται τα πράγματα μόνα τους και αυτομάτως χωρίς να κουραζόμαστε. Είναι αυτή η στιγμή που στο έργο Σολάρις του Ταρκόφσκι μία κοπέλα που είναι βασικά η υλοποίηση της μνήμης ενός εκ των ηρώων, μέσα σε έναν περίεργο πλανητικό χώρο αναγκάζεται να παρακαλεί τους ιπιστήμονες να της επιτρέψουν να ζήσει μαζί τους, γιατί όπως ισχυρίζεται αυτή η υλοποιημένη μνήμη-άνθρωπος επιθυμεί, νιώθει, αισθάνεται, διψάει, πονάει και τα λοιπά. Οι επιστήμονες της λένε ότι δεν υφίσταται, δεν υπάρχει, και ότι απλώς είναι μια υλοποιημένη μνήμη από νετρόνια.
Νομίζω ότι αυτά τα γεγονότα μας πηγαίνουν στην καρδιά αυτού του πολιτισμού που κουβαλάμε. Γιατί προσωπικά, αισθάνομαι ότι μετανεωτερικότητα σημαίνει επανεύρεση αυτού του τρόπου που μας ξανακάνει να είμαστε αυτό που είμαστε. Μας δίνει θάρρος να μη φοβούμαστε να είμαστε αυτό που είμαστε.
Όντως η διάνοια του ανθρώπου νεκρώνει τον κόσμο. Όντως τα συγκεκριμένα όντα σ’ έναν πολιτισμό που δομείται σήμερα όλο και πιο πολύ απρόσωπα χάνουν τη σημασία τους. Γίνονται απλώς μια ύλη, μια μορφοποίηση μιας γενικής ιδέας. Αυτό θα πει κανείς ότι είναι ένας ανάστροφος πλατωνισμός. Ο Πλάτωνας φαντάζεται το νοητό κόσμο, εμπνέεται το νοητό κόσμο των ιδεών για να σώσει – όσο γίνεται – τον εφήμερο κόσμο, τον κόσμο των σωμάτων, τον αισθητό κόσμο, τον κόσμο της γενέσεως και της φθοράς. Βέβαια, αναγκάζεται να παραδεχθεί όπως όλος ο ελληνικός πολιτισμός την εμπειρία της ανάγκης: ότι τούτος ο κόσμος έχει μέσα του μια τραγικότητα. Βρίσκεται στην περιοχή της ανάγκης. Αυτό οι αρχαίοι Έλληνες το ταύτιζαν με αυτό που ονομάστηκε ύλη.
Αιτία της ανάγκης και της γενέσεως και της φθοράς είναι ένας υλικός φορέας, ο οποίος από τη φύση του υπόκειται σε μία διαρκή κίνηση, σ’ ένα «γίγνεσθαι» και δε μπορεί να περάσει στην περιοχή του «είναι». Γι’ αυτό και τα εφήμερα όντα, τα συγκεκριμένα, τα αισθητά δεν μπορούν να είναι όντα όντως. Αυτό που έχει σημασία είναι το γένος, η ιδέα που στέκεται στο νοητό τόπο και έχει αιωνιότητα. Αλλά ο Πλάτωνας ερμηνεύεται από την Ευρώπη ανάποδα, γιατί η Ευρώπη δεν μπορεί να καταλάβει σε μεγάλο βαθμό – και αυτό δεν είναι μια αλαζονική δική μας κρίση, αλλά είναι μια ταπεινή αίσθηση κατανόησης των τρόπων.
Η Ευρώπη δεν μπορεί να κατανοήσει ακόμη τον τρόπο του βλέπειν και οράν που εισήγαγε ο δικός μας πολιτισμός. Δηλαδή, ο Πλάτωνας δεν δημισυργεί έναν νοητό κόσμο ιδεών, επειδή αντιμάχεται την ύλη και το σώμα, -αλλά αγωνίζεται με τον τρόπο του να σώσει όσο γίνεται τον κόσμο τον εφήμερο. Γι’ αυτό βλέπει κανείς αυτήν την εμπειρία του κάλλους, της ωραιότητας και της ομορφιάς να είναι βασικό συστατικό του αρχαιοελληνικού κόσμου. Αυτή η ομορφιά και η ωραιότητα και το κάλλος δεν αναφέρεται απλώς σ’ έναν κόσμο νοητό, αλλά έχει να κάνει με τούτον τον κόσμο, το συγκεκριμένο, τον εφήμερο.
Απ’ την άλλη μεριά, η Ευρώπη αδυνατεί να δει και να αναγνωρίσει τον ελληνικό τρόπο στην πληρότητά του, διότι ο ελληνικός τρόπος είναι ένας δύσκολος τρόπος. Χρειάζεται κανείς να σταματήσει στα εφήμερα, να σταματήσει την πρόοδο και την κίνηση κατ’ αρχάς, η οποία δεν είναι όντως συνάντηση. Είναι ένα προσπέρασμα του κόσμου και των πραγμάτων. Ο ελληνικός τρόπος είναι ένας τρόπος χασομεριού. Ένας ιδιότυπος τρόπος να χασομερούμε μέσα στον κόσμο. Κατ’ άλλον τρόπο θα έλεγε κανείς ότι ο ελληνικός τρόπος είναι ένας τρόπος παραγωγής γόνιμης τεμπελιάς. Μιας απραξίας εξωτερικά που ταυτοχρόνως είναι η κατεξοχήν πράξη. Διότι, στους Έλληνες η πράξη δεν είναι απλώς η κατασκευή τεχνικών έργων, αλλά πράξη πρωτίστως είναι η σύνολη πράξη της πόλης ως κοινωνικό γεγονός.
Η πράξη δηλαδή δεν είναι να φτιάξουμε μηχανές, αλλά το πώς στην πόλη θα συναντηθούν οι πολίτες. Αυτό είναι το δύσκολο του ελληνι κού κόσμου και τρόπου που ακόμη κι εμείς σήμερα αδυνατούμε να κατανοήσουμε, γιατί το γεγονός της συνάντησης των πολιτών στην περιοχή της πόλης είναι μια ξεχασμένη υπόθεση. Είναι ένα γεγονός τόσο συγκλονιστικό και γι’ αυτό και τόσο αφανές ή τόσο ξεχασμένο. Είναι μια εορτή με την οποία πλέον αδυνατούμε να αναμετρηθούμε. Θα πρέπει όντως να περάσουμε σε μία μεταμοντέρνα αντίληψη για να μπορέσουμε να αφήσουμε αυτήν την εορτή να αναδυθεί μέσα από τα κρύφια της καρδιάς μας και να μη φοβηθούμε τη διάνοια, να μη φοβηθούμε το επιστημονικά ορθό. Αυτό που η κοπέλα στο Σολάρις έλεγε στους επιστήμονες, δηλαδή το έλεγε στη διάνοια-τη διάνοια ως εννοιοκρατία: «Αφήστε με να ζήσω μαζί σας». Και η επιστήμη, η διάνοια απορρίπτει τη ζωή ως συγκεκριμένο και απτό γεγονός.
Στην περιοχή της πόλης λοιπόν ο Σωκράτης – και αυτό δεν μπορεί να το ερμηνεύσει η Ευρώπη – ενώ δεν έχει τίποτε να πει, τίποτε να διδάξει, γιατί δεν ξέρει τίποτε, ενώ δεν είναι σίγουρος για τη μετά θάνατον αιωνιότητα, χασομεράει διαρκώς στην αγορά της πόλης προκειμένου να κάνει τους συμπολίτες του καλύτερους, να τους διδάξει, να τους σώσει. Αυτό είναι αντιφατικό. Αν δεν έχεις μια αλήθεια γενική, αν δεν έχεις μια θεωρία κα θολική, πώς μπορείς τότε να σώσεις την πόλη; Τί είδους σωτηρία είναι αυτή που εισάγει ο Σωκράτης, όταν ο ίδιος λέγει ότι δεν γνωρίζει τίποτε και ότι ακόμη δεν είναι σίγουρος για μια αιωνιότητα; Τουλάχιστον αν είχε να τους μιλήσει για έναν μεταθανάτιο παράδεισο, τότε θα μπορούσε να τους τον επιβάλλει, ως έναν καθολικό νόμο, όπως ακριβώς προσπαθεί να τον επιβάλλει ένας ορισμένος τρόπος αντίληψης του κόσμου και της ζωής εδώ και μερικούς αιώνες και εννοώ τον ορθολογικό και νοησιαρχικό τρόπο, δηλαδή τον τρόπο της τεχνοκρατίας και του επιστημονισμού.
Για να κατανοήσει κανείς το Σωκράτη θα πρέπει να μπορεί να ζει αυτήν τη διαχρονική εμπειρία, αυτόν τον τρόπο του να συναντάει τον κόσμο ως φως και ως ταξίδι. Γιατί ο Σωκράτης εισάγει ακριβώς ως πολιτικό γεγονός όχι μία σκοπιμότητα άλλη μεταφυσική, παρά μόνο αυτό καθαυτό το γεγονός της συνάντησης. Εδώ, είμαστε μεταμοντέρνοι, είμαστε νεωτεριστές. Εδώ, σ’ έναν τρόπο που ακόμη οι άλλοι δεν έφθασαν, αναμένουμε όντως την Ευρώπη και τον κόσμο, αναμένουμε τους ανθρώπους, αν δεν έχουν βαρεθεί πια αμετάκλητα τη ζωή, αν δεν έχουν αποφασίσει αμετάκλητα να είναι γερασμένοι. Αναμένουμε τους ανθρώπους, τον ανθρώπινο πολιτισμό στην περιοχή αυτή, όπου η συνάντηση δεν εντάσσεται σε καμιά άλλη σκοπιμότητα πέρα από αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός της συνάντησης. Ούτε ακόμη τη σκοπιμότητα ενός παραδείσου ορατού ή αόρατου.
Αυτό είναι το καίριο σημείο αυτού του πολιτισμού και αυτού του τόπου. Είναι το γεγονός της συνάντησης με τα όντα τα συ γκεκριμένα, με τα όντα τα εφήμερα, αυτό που ο Αριστοτέλης προσπάθησε να πει: «Τάδε τι». Βέβαια, δεν μπόρεσε ούτε ο Αριστοτέλης να πει εν τέλει αυτό το πράγμα, γιατί για να μπορέσει κανείς να το πει θα πρέπει να έχει διαπεράσει όλη την περιοχή της τραγικότητας και να ‘χει βγει στην πόλη πια του ονόματος. Κι εδώ αναδεικνύεται η σημασία του Βυζαντινού (ελληνορωμαίικου) πολιτισμού, διότι οδηγεί τον αρχαίο κόσμο και τον αρχαίο ελληνισμό στην περιοχή του ονόματος. Γι’ αυτό κουβαλάμε έναν δύσκολο πολιτισμό. Ίσως και εμείς βαρεθούμε κάποια στιγμή να τον κουβαλάμε. Ίσως αποφασίσουμε να γίνουμε προ οδευτικοί. Ίσως αποφασίσουμε να φτιάξουμε τον κόσμο καλύτερο. Αλλά για όσους έχουν σταματήσει μπροστά στα πράγματα, για όσους δεν θέλουν να είναι πετυχημένοι σ’ αυτόν τον κόσμο, τότε αναδύονται κάποιες εμπειρίες. Αναδύονται κάποιες αισθήσεις και κάποιες μνήμες. Τότε η μνήμη γίνεται μέτρο της πραγματικότητας. Τότε η μνήμη κρίνει τα πράγματα. Μια γραμμική αντίληψη περί του χρόνου – παρελθόν, παρόν, μέλλον που στην ουσία είναι ένας μηδενισμός του χρόνου, με όρους επι στημονικούς θα έλεγα ότι είναι ένα είδος αχρονικότητας και ανιστορικότητας, που χαρακτηρίζει τον ευρωπαικό ορθολογισμό.
Αντίθετα τούτος ο τόπος κουβαλάει έναν χρόνο γεμάτο. Κουβαλάει μια Ιστορία γεμάτη, που είναι ακριβώς η περιοχή της μνήμης των συγκεκριμένων και των απτών όντων. ‘Ετσι, ο Οδυσσέας γίνεται μέτρο αυτού του τρόπου και τόπου, γίνεται μέτρο καθ’ όσον αφήνει την περιοχή της προόδου και την περιοχή του γενικού καλού και της γενικής αλήθειας, την περιοχή της υποκειμενικότητας που είναι η περιοχή της Καλυψούς και οδεύει δια των υδάτων στην περιοχή του ονόματος, στην περιοχή του εφήμερου, του ιστορικού. Αφήνει την ανιστορικότητα, τη θε’ίκή Καλυψώ, τη Θεά που του παρέχει άφατες χαρές, ατελείωτες και αιώνιες, αλλά ιδεοληπτικές ηδονές, χάριν του συγκεκριμένου και του εφήμερου και διακινδυνεύει αυτήν ακριβώς την καθολική, αλλά ιδεοληπτική αλήθεια.
Αυτός ο πολιτισμός που οδεύει προς το συγκεκριμένο με σάρκα και οστά, με όνομα και ταυτότητα είναι ένας δύσκολος πολιτισμός. Είναι ένας πολιτισμός εξαρχής μετανεωτερικός. Αυτός ο πολιτισμός παράγει μια ανοιχτή οντολογία για την οποία δεν θα πω τώρα πολλά, αλλά που τουλάχιστον η επιστήμη σήμερα όλο και περισσότερο μας δείχνει πόσο δίκαιο είχαν όσοι μίλησαν για τα όντα στη διαχρονικότητα του ελληνικού τρόπου με τον τρόπο που μίλησαν. Για όσους αναμετρήθηκαν με την εμπειρία του «είναι» των όντων έτσι που αναμετρήθηκαν: ως μοιρολόι και ως εορτή, ως συνάντηση επώδυνη και ταυτο χρόνως χαρμόσυνη. Εισάγει και μας μυεί σε μια γνωσιολογία που είναι εικονολογική γνωσιολογία. Είναι γνωσιολογία που άπτεται της οντολογίας, που έχει μέλλον και είναι εικονολογική, δηλαδή δεν υποκαθιστά τον κόσμο και τα όντα με έννοιες, αλλά με ζώσες εικόνες που σώζουν τα όντα, που σέβονται το χρόνο, που σέβονται το εφήμερο. Μια ανθρωπολογία που είναι πια αυτό που θα έλεγε κανείς η οντολογία της νοσταλγίας, της νοσταλγίας του άλλου ως το εφήμερο. Αυτό που γίνεται μέτρο του καθημερινού μου μηδενισμού. Αυτό που με επαναγάγει στην περιοχή του Είναι. Αυτό είναι μια ανοιχτή ανθρωπολογία. Είναι μια αναμέτρηση με το μέλλον και είναι ένας τρόπος που ακριβώς συνθέτει μαζί με την οντολογία και τη γνωσιολογία έναν πολιτισμό που είναι αυτό που θα σώσει τον ανθρώπινο πολιτισμό, με την έννοια πια όχι μιας αφηρημένης καθολικής σωτηρίας, αλλά με την ανάδειξη του γεγονότος της πόλης, ως συνάντηση πολιτών με όνομα και ταυτότητα, όπου η οικονομία δεν θα είναι μια ολοκληρωτική υπόθεση υποκειμενικού παραδείσου.
Εξάλλου, η Σχολαστική Θεολογία είναι υπεύθυνη για την υποκειμενοποίηση του κοινωνικού και πολιτικού βίου σε ένα οι κονομικό κερδοσκοπικό και ατομικό γεγονός, αφού ο Θεός είναι απλώς ένα αντικείμενο (και ο κόσμος είναι ένα αντικείμενο) που εξυπηρετεί μια υποκειμενική αυτάρκεια. Αντίθετα στην ελληνική πόλη η οικονομία γίνεται πια περιοχή δώρου και χαρίσματος. Παράγουμε ακριβώς για να δωρίζουμε τους εαυτούς μας και αυτό που παράγουμε είναι το δώρο προς τους άλλους.
Ενδεχομένως το γεγονός της οικονομίας ως δώρο υποπτεύθηκε λίγο ο Μάρξ, αλλά δεν μπορούσε να το παρακολουθήσει σ’ αυτήν τη συγκλονιστική περιοχή της εμπειρίας του άλλου και της πόλης, όπου η οικονομία πια δεν είναι υπόθεση υποκειμενικότητας και ατομικής αυτάρκειας, αλλά αντίθετα όπου αναστρέφεται πια η πενία του πλούτου στον πλούτο της πενίας. Η παιδεία έτσι δεν είναι μια παιδεία αντικειμενοποίησης των πάντων, αλλά μια παιδεία που μας οδηγεί και μας επαναφέρει στην περιοχή του ανοιχτού πολιτισμού, της ανοιχτής ανθρωπολογίας. Σ’ αυτό που γίνεται πλέον νοσταλγία του εφήμερου, του συγκεκριμένου. Σ’ αυτό που έχει όνομα και ταυτότητα.
Πρόσφατα σχόλια