Είτε το θέλουμε είτε όχι, τα τελευταία τρεις χιλιάδες χρόνια ή και περισσότερο τα Βαλκάνια γεννούν πολιτισμό. Βεβαίως ταυτόχρονα ή και παλαιότερα και σε άλλους τόπους της γης ανατολικότερα κυρίως παράγεται πολιτισμός, αλλά αυτό δεν πρέπει να αποδυναμώνει ή να αναιρεί την δυναμική του βαλκανικού χώρου. Τώρα που γράφω αυτές τις σκέψεις υποφέρω από κάποια πάθηση στην μέση μου και θέλησα να επισκεφθώ την Αϊσέ, μουσουλμάνα τουρκικής καταγωγής από τα Φίλυρα της Κομοτηνής.
Για την Αϊσέ άκουσα από πολλούς Θρακιώτες ότι είναι πρακτική φυσιοθεραπεύτρια η οποία την ημέρα εργάζεται στα χωράφια και το βράδυ ή άλλες ώρες με την τέχνη της ανακουφίζει όσους πάσχουν από κάποιες ορθοπεδικές βλάβες. Μόλις με είδε να περπατώ μετά δυσκολίας υποβασταζόμενος από τον Ορέστη και την Σοφία έτρεξε να με στηρίξει αναφωνώντας επιφωνήματα στην τουρκική γλώσσα απροσποίητη και ανυπόκριτη συμπόνια και στοργή. Όταν αργότερα μου μετέφρασαν οι φίλοι μου τα λόγια της διαπίστωσα πως σήμαιναν ακριβώς αυτό που είχε αισθανθεί η ψυχή μου στην παγκόσμια και καθολική γλώσσα της ανθρώπινης καρδιάς, όταν βέβαια αυτή δεν έχει νεκρωθεί.
Τούτη η εμπειρία της Αϊσέ με βεβαίωσε πως η Τουρκάλα Αϊσέ και ο καλόκαρδος άνδρας της είναι συγγενείς μου, είναι κάτι το πολύ οικείο προς εμένα έστω και αν επιφανειακά μας διαφοροποιούν εθνικές ή θρησκευτικές ταυτότητες. Λέγοντας αυτό δεν μπορώ να αποφύγω τον πειρασμό να ιστορήσω ένα άλλο γεγονός που η μνήμη του έχει μείνει μέσα μου αναλλοίωτη και θα συνεχίσει να μένει. Ο βιολιστής Οσμάν επίσης μουσουλμάνος τουρκικής καταγωγής πριν αρκετά χρόνια αισθάνθηκε πρόβλημα με την καρδιά τους και θα έμπαινε σε νοσοκομείο της Κωνσταντινούπολης. Πριν φύγει ήρθε να μας δει και να μας αποχαιρετήσει φοβούμενος μήπως δεν θα ξαναγυρνούσε εν ζωή. Όταν η γυναίκα μου του έδωσε για φυλακτό μύρο από την εικόνα της Παναγίας στην Άνδρο δάκρυσε και μας φίλησε συγκινημένος χαρακτηρίζοντας μας αδέρφια του.
Ίσως θα βοηθούσε σε ότι θέλω να πω αν ανέφερα ότι επανειλημμένα έχω δει με τα ίδια μου τα μάτια εδώ στην Θράκη Μουσουλμάνους Τσιγκάνικης ή Πομάκικης Καταγωγής να ασπάζονται το χέρι ιερωμένων και επισκόπων. Πρέπει όμως να κλείσω αυτές τις εξιστορήσεις μεταφέροντας κάτι που κατά την γνώμη μου είναι ενδεικτικό για το θέμα των Βαλκανίων. Την Άνοιξη του 1996 ο Δημήτρης Παπαχρήστος, αυτός ο αθεράπευτος Έλληνας Ρωμιός Βαλκάνιος ή ότι άλλο και το μεγάλο παιδί συγγραφέας ο συχωρεμένος Κώστας Κοντοδήμος και άλλοι οργάνωσαν στην Θράκη τα Βαλκάνια όνειρα.
Μεταξύ άλλων καλεσμένων ήταν και ένας Σκοπιανός (κατ’ εμάς), Μακεδόνας (κατ’ αυτόν) δημοσιογράφος, ο οποίος προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του και τους άλλους ότι είναι καθαρόαιμος Μακεδόνας και πολλά τέτοια. Προσωπικά μιλώντας μαζί του προσπάθησα να ξεμπλοκάρω τα πράγματα μεταφέροντας την συζήτηση πέρα από τον ανταγωνισμό στο πως θα φθάσουμε στην όντως ενότητα των ανθρώπων στα Βαλκάνια. Όταν αργότερα αποχαιρετιστήκαμε αντέδρασε με τρόπο που δεν το περίμενα. Μου ζήτησε συγγνώμη για το ότι ήταν τόσο επιθετικός.
Ύστερα από αυτές τις εξιστορήσεις νομίζω πως τίθεται σαφώς τώρα στην λήξη της 2ης μ. Χ. χιλιετηρίδος ένα ουσιώδες και κεντρικό θέμα για όλους εμάς που ζούμε στην Βαλκανική. Αυτό δεν είναι άλλο από την ενότητα των Βαλκανίων. Το θέμα ή πρόβλημα αυτό της ενότητας νομίζω πως έχει δύο όψεις. Πρώτον την διάσωση της υπαρχούσης πολιτισμικής ή πολιτιστικής ενότητας και δεύτερον την αναγνώρισή της. Από πρακτικής πλευράς η αναγνώριση είναι η κύρια προσπάθεια για την διάσωση της ενότητας των Βαλκανίων, λαών και ανθρώπων.
Ο Ρήγας Φεραίος οραματίσθει μια βαλκανική δημοκρατία και κοινοπολιτεία αντίθετα από άλλους οι οποίοι προώθησαν τοπικούς εθνισμούς ή φυλετισμούς. Πηγαίνοντας προς τα πίσω διαπιστώνουμε ότι οι λαοί των Βαλκανίων έχουν κοινή ιστορική καταγωγή έστω και αν η εθνολογία έχει πολλά ακόμα να μας μάθει για τον βαλκανικό χώρο. Οπωσδήποτε βέβαια έχουμε και προσέλευση φυλών την τελευταία χιλιετηρίδα από άλλες περιοχές εκτός των Βαλκανίων που βαθμιαία ενσωματώνονται στον αυτόχθονα κόσμο. Τα ελληνικά φύλλα που κατοικούν στον Βαλκανικό και τον μεσογειακό χώρο από πολύ παλιά αποσπώνται πολιτιστικά και διαμορφώνουν ένα πολιτιστικό μόρφωμα το οποίο έμελλε να παίξει παγκόσμιο ρόλο. Από τους μυθικούς χρόνους μέχρι την εποχή των ελληνικών πόλεων διαμορφώνεται ο κλασσικός ελληνικός πολιτισμός και αποκτάται η εμπειρία της πολιτισμικής ενότητας κατά την γνωστή φράση «Έλληνες εισί οι της ημετέρας παιδείας μετέχοντες». Και αυτή η «ημετέρα παιδεία» δεν είναι άλλο από την «παιδεία του ανθρώπου» ως οντότητα ελευθέρα και θεοειδής. Εδώ εισερχόμεθα στην Πεμπτουσία του ελληνικού πολιτισμού, η οποία κατά την γνώμη μου είναι η τιμή στον «ξένο» ή με νεώτερο τρόπο η τιμή στον «άλλο». Γενικότερα ο κλασσικός ελληνισμός στρέφεται στην ανιδιοτελή γνώση των όντων, διαφοροποιούμενος έτσι από κάθε άλλο πολιτισμό που υποτάσσει την γνώση στην πρακτική χρησιμοθηρία. Για τους Έλληνες θα είναι «αει απορρούμενον και αεί ζητούμενον τι εστί το ον», ενώ φύσει ο άνθρωπος ορέγεται του ειδέναι. Έτσι η λογικότητα ως φανέρωση οντολογική του ξυνού λόγου και η ενότητα του κόσμου καθιστά την ελληνική πόλη οικουμένη και τον ελληνικό τρόπο οικουμενικό και καθολικό.
Στην δεύτερη περίοδο του ελληνικού τρόπου, την χριστιανική όλα αυτά τα χαρακτηριστικά του ελληνικού πολυπολιτισμού και τρόπου μεταμορφώνονται σε αυτό που περιγράφεται ως οντολογία του προσώπου. Σε αυτή την μορφή πολιτισμού ο άνθρωπος είναι πρόσωπο και ο κόσμος φανέρωση προσωπικών ενεργειών. Έτσι η πόλις καθίσταται χώρος συνάντησης ζώντων προσώπων και ελεύθερων πολιτών. Στον χώρο της ελληνικής πόλης η συνάντηση των πολιτών αποκτά νόημα και περιεχόμενο απεριόριστο και ανέντακτο σε οιαδήποτε αντικειμενικοποιημένη σκοπιμότητα ή αποτελεσματικότητα οιασδήποτε μορφής, οικονομικής, κοινωνικής ψυχολογικής, θρησκευτικής, εθνικής κ.λπ. Αυτό εξ άλλου αποτελεί την παγκόσμια προσφορά του ελληνικού πολιτισμού.
Ύστερα από αυτό το ζητούμενο στην Βαλκανική είναι η επανεύρεση του χαμένου εαυτού μας σε επίπεδο πολιτισμού και πολιτικής πρακτικής. Διότι οι εθνικές διαφοροποιήσεις των βαλκανικών λαών είναι μάλλον δευτερεύουσα πραγματικότητα, αφού μέσω του Βυζαντινού Ελληνισμού και της Βυζαντινής Ορθόδοξης εμπειρίας οι Βαλκάνιοι έχουν οικειοποιηθεί την υπαρξιακή γνώση της αγοράς της πόλης όπου δια του αγοραίου έρωτος της καθ’ ημάς ωραιουπόλεως συντελείται το κατ’ εξοχήν πολιτικό γεγονός. Η συνάντηση δηλαδή των πολιτών ως πρόσωπα μοναδικά και ανεπανάληπτα. Τούτος ο ελληνικός τρόπος ενυπάρχει μυστικά στα Βαλκάνια. Το ζητούμενο είναι η πρακτική του φανέρωση.
Πρόσφατα σχόλια